Όνομα Αλφαβητικά

# Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

# A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Επιλέξτε το όνομα

Σώχος Λάζαρος

Από τους πλέον ώριμους γλύπτες μιας μεταβατικής περιόδου από τον κλασικισμό στον ρεαλισμό, κατά την οποία κλασικά και κλασικιστικά ιδεώδη συνυπάρχουν με νεότερες πλαστικές αντιλήψεις, προερχόμενες, κυρίως, από τη γαλλική πρωτεύουσα και το έργο του A. Rodin. Κυρίαρχη στο έργο του είναι η ηρωοποιημένη μορφή, με έμφαση σε ιδεαλιστικά σχήματα, απόρροια των μεγαλοϊδεατικών του αντιλήψεων, που εκτός από την καλλιτεχνική δημιουργία του καθόρισαν και την προσωπική του ζωή.

Soxos Lazaros EIE

Γεννήθηκε στα Υστέρνια Τήνου το 1857 ή το 1862, και πέθανε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1911. Όταν στα εννέα του χρόνια έμεινε ορφανός από πατέρα, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά σε έναν θείο του λιθοξόο, όπου απέκτησε πρακτική εμπειρία στην τέχνη αυτή. Κατά την εκεί διαμονή του, γράφτηκε στην ακμάζουσα, τότε, «εν Σταυροδρομίω» καλλιτεχνική σχολή του γάλλου Guillemet. Μετά τον θάνατο του τελευταίου και το κλείσιμο της σχολής, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου με εφόδιο μια συστατική επιστολή προσελήφθη αντί μικρής αμοιβής στο εργαστήριο του κλασικιστή Λεωνίδα Δρόση. Παράλληλα, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών, γλυπτική δίπλα στον εργοδότη του, Λ. Δρόση, και ζωγραφική με τον συντοπίτη του Νικηφόρο Λύτρα.

Το 1881, με την οικονομική υποστήριξη της συμμαθήτριάς του στη σχολή του Guillemet  Θηρεσίας Ζαρίφη, κόρης του τραπεζίτη Γεώργιου Ζαρίφη και τότε συζύγου του Ανδρέα Βλαστού, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε προκαταρκτικά μαθήματα στην École des Arts Décoratifs. Μετά βραχεία φοίτηση, έδωσε εξετάσεις και εισήχθη πρώτος -μεταξύ ενενήντα επτά συνυποψηφίων- στην École des Beaux-Arts, ανώτατη σχολή των καλών Τεχνών στη Γαλλία. Δάσκαλοί του ήταν οι Henri-Michel-Antoine Chapu (1845-1916), Fr. Auguste Bartholdi (1834-1904) και Antoine Mercié (1845-1916), όλοι γλύπτες ακαδημαϊκών και ιδεαλιστικών τάσεων. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, απέσπασε συνολικά 17 βραβεία και μετάλλια και το έργο του προκάλεσε θαυμασμό στο Παρίσι.

Με την αποφοίτησή του, συμμετείχε σε καλλιτεχνικές διοργανώσεις και διαγωνισμούς στο Παρίσι, τη Ρώμη και την Ελλάδα, αποσπώντας βραβεία και σημαντικές διακρίσεις. Τον Μάιο του 1889, η βράβευσή του από την Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Ρώμης στον διαγωνισμό των προπλασμάτων του έφιππου ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, προορισμένου να στηθεί στο Ναύπλιο, κατέληξε στο πιο ολοκληρωμένο και το πλεόν γνωστό έργο του, το οποίο χυτεύτηκε σε δύο ορειχάλκινα αντίτυπα που ανεγέρθηκαν, το πρώτο το 1901 στο Ναύπλιο και το δεύτερο το 1904 στην Αθήνα. Το πρόπλασμα φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1891-1895 στο εργαστήριο του Antoine Mercié και παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο από την Ακαδημία της Ρώμης. Πριν από την πρώτη μεταφορά του προπλάσματος σε ορείχαλκο (1894) αλλά και ύστερα από αυτήν, η επιτροπή ανέγερσης του ανδριάντα στο Ναύπλιο είχε απορρίψει αιτήματα του δημιουργού για τη δημόσια έκθεσή του στο Παρίσι. Αλλά και κατά την άφιξη του ορειχάλκινου ανδριάντα στην Ελλάδα, το 1895, δεν επιτράπηκε η δημόσια έκθεσή του στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, αυτή τη φορά με άρνηση της δημοτικής αρχής Ναυπλίου. Άλλη σημαντική διάκριση για τον τήνιο γλύπτη ήρθε τον Ιούνιο του 1889, με το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό προπλάσματος για το μνημείο του λόρδου Βύρωνα, στην Αθήνα, ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 1888 στο περιθώριο των Δ΄ Ολυμπίων. Αν και, τελικά, η απευθείας ανάθεση του μνημείου σε γάλλο γλύπτη στέρησε από τον Σώχο την ευκαιρία να μεταφέρει το βραβευμένο έργο σε μάρμαρο, η διάκριση αυτή στερέωσε τη φήμη του και στην Ελλάδα. Το 1908 διαδέχτηκε τον Γεώργιο Βρούτο στην έδρα της Γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου δίδαξε μέχρι το 1911, όταν αρρώστησε από μηνιγγίτιδα και πέθανε.

Γλύπτης με απόλυτη κατοχή των κλασικιστικών τύπων και των ακαδημαϊκών διατυπώσεων, καθώς και των ρεαλιστικών αναζητήσεων, ο Λ. Σώχος φαίνεται να διστάζει μόνιμα για τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει. Προτού φύγει για το Παρίσι, πιστεύει στην αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την ελληνική αρχαιότητα. «Ελληνικό» για εκείνον είναι ο,τιδήποτε σχετίζεται με την «ελληνική παράδοση», όρο τον οποίο ταυτίζει αποκλειστικά με την κλασική αρχαιότητα, όπως επισημαίνει ο Στέλιος Λυδάκης. Ο ιδεαλισμός του τον οδήγησε σε αναζητήσεις μιας «εθνικής ελληνικής γλυπτικής» σε σχέση με την αρχαιότητα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές της εποχής ενίσχυσαν τη διαμόρφωση αυτής της αντίληψης, στο πλαίσιο της οποίας για ένα διάστημα ο γλύπτης εργάστηκε στη συγκόλληση των γλυπτών της Ολυμπίας (1901) και αναστήλωσε τον Λέοντα της Χαιρώνειας (1902-1904).

Οι σπουδές και η παραμονή του στο Παρίσι τον έφεραν σε άμεση επαφή με τις νεότερες πλαστικές αντιλήψεις της εποχής, υπό την έντονη παρουσία του Auguste Rodin (1840-1917). Παρά τις επιρροές που δέχτηκε, απέφυγε τους πειραματισμούς και παρέμεινε πιστός στα ιδεαλιστικά σχήματα, στενά δεμένος με την έννοια του «ηρωικού ανθρώπου». Ηρωικές ήταν, άλλωστε, οι καταβολές του ίδιου, ώστε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κινητοποίησε τον σύλλογο των ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι, του οποίου ήταν πρόεδρος, και κατάρτισε σώμα εθελοντών. Επέστρεψε τότε επί τούτω στην Ελλάδα και πολέμησε στη μάχη του Δομοκού. Τα μεγαλοϊδεατικά οράματα, με τα οποία μεγάλωσε, επηρέασαν καθοριστικά την καλλιτεχνική δημιουργία του. Στα πιο ολοκληρωμένα έργα του, αποτυπώνεται ένας γόνιμος συνδυασμός κλασικιστικών στοιχείων και ρεαλιστικών τάσεων, συνθετικός τύπος που αποδεικνύει τις δυνατότητές του.

Πολλά από τα έργα του δεν είναι σήμερα προσιτά, ώστε οι ιστορικοί της Τέχνης βασίζονται σε παλαιότερες πληροφορίες και φωτογραφίες τους για την προσέγγιση της καλλιτεχνικής πορείας του. Στις προτομές του, κινείται στην περιοχή των ρεαλιστικών τάσεων, στην κατεύθυνση της πιστής απόδοσης των ατομικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, με προσεκτική μεταφορά κάθε είδους λεπτομερειών στην έκφραση των προσώπων, σε εξαίρετη επεξεργασία. Χαρακτηριστικά δείγματα αποτελούν οι προτομές του Γεώργιου Ζαρίφη, του γλύπτη Λάζαρου Φυτάλη και ενός μικρού παιδιού, που βρίσκονται στο μικρό Μουσείο, στον Πύργο της Τήνου, καθώς και εκείνη του Ανδρέα Αυγερινού, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Στους ανδριάντες του, εμφανίζεται περισσότερο ακαδημαϊκός. Το μνημείο για τον Παύλο Μελά (Αθήνα, πλατεία Ρηγίλλης) θεωρείται το πιο αξιόλογο ηρώο στον ελληνικό χώρο. Τέλος, στα ιστορικά ανάγλυφα, η γλυπτική του είναι αφηγηματική και συχνά καθαρά φιλολογική, με διάθεση ρομαντική, όπως αποτυπώνεται και στους τίτλους που επιλέγει να δώσει. Ξεχωρίζουν για την αρτιότητά τους οι δύο ένθετες ορειχάλκινες συνθέσεις που κοσμούν το βάθρο του έφιππου Θ. Κολοκοτρώνη στην Αθήνα, αρχικά προορισμένες για τον ανδριάντα του Ναυπλίου. Η αγάπη του Σώχου για το ανάγλυφο δεν αποκλείεται να συνδέεται με την πρώιμη μαθητεία του δίπλα στον Ν. Λύτρα, αφού το είδος αυτό βρίσκεται κοντά στη ζωγραφική.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

  1. «Ο εν Παρισίοις Έλλην καλλιτέχνης Λάζαρος Σώχος», Ημερολόγιον Κων. Σκόκου, έτος Η΄, Αθήνα 1893, σ. 305-308.
  2. περ. Πινακοθήκη, τεύχ. 121 (Μάρτιος 1911), σ. 19.
  3. περ. Πινακοθήκη, τεύχ. 122 (Απρίλιος 1911), σ. 45-48.
  4. Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία, Μέλισσα, Αθήνα, 2011, σ. 117-120, 296.
  5. Μυκονιάτης Ηλίας, Ελληνική Τέχνη. Νεοελληνική Γλυπτική, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 223-224.
  6. Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800 - 1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 65-68, 211-213. 

 

 Η φωτογραφία του Λάζαρου Σώχου προέρχεται από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ), προσβάσιμο στο http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/58841 (ανάκτηση: 8/9/2020)