Κατηγορία μνημείου

Πρόσωπο

Νομός

Πόλη

Ανδριάντας Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Ο έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο φιλοτεχνήθηκε το 1895 από τον Λάζαρο Σώχο και εγκαινιάστηκε με μεγαλοπρέπεια στις 23 Απριλίου 1901, επί δημαρχίας Δημήτριου Τερζάκη. Οι δαπάνες για την ανίδρυση του μνημείου και τους πάνδημους εορτασμούς κατά την αποκάλυψή του, καλύφθηκαν μέσω πολυετών πανελλήνιων εράνων, που ξεκίνησαν το 1877 κατόπιν πρωτοβουλίας του δήμου Ναυπλιέων, επί δημαρχίας Επαμεινώνδα Κωτσονόπουλου, αρχικά με σκοπό τη δημιουργία ταφικού μνημείου του ήρωα στο κτήμα του, κοντά στην πόλη, και από το 1888, με τη διενέργεια διαγωνισμού, για τη φιλοτέχνηση του πρώτου έφιππου ανδριάντα στην Ελλάδα.

Ο πρώτος έφιππος ανδριάντας στην Ελλάδα, έργο του Λάζαρου Σώχου, αναπαριστά τον αρχιστράτηγο  Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον ενέδυσαν οι μετά θάνατον δοξαστικές βιογραφίες και αφηγήσεις, καθώς και η μεταγενέστερη παραδοσιακή ιστοριογραφία, καθιερώνοντάς τον στη συλλογική μνήμη, μέχρι και σήμερα, ως πατρική φιγούρα του έθνους, σύμβολο γενναιότητας και σύνεσης (βλ. παρακάτω).

Με αγέρωχο παράστημα, ευθυτενής και ρωμαλέος επάνω σε βηματίζον άλογο, ο «Γέρος του Μοριά» κρατάει με το αριστερό χέρι τα ηνία και απευθύνεται στον θεατή με στροφή της κεφαλής στα αριστερά και το δεξί χέρι απλωμένο οριζόντια, να δείχνει προς μία κατεύθυνση με τεντωμένο τον δείκτη. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Τέχνης, με την αντιθετική αυτή κίνηση χεριού και κεφαλής επιτυγχάνεται η ενεργητική στάση του ιππέα, που, σε συνδυασμό με τον έντονο βηματισμό του αλόγου, δημιουργεί δεξιοτεχνικά κατανεμημένους όγκους και επίπεδα που επιβάλλονται στον θεατή. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ειδικό, με προσεκτική μεταφορά κάθε είδους λεπτομερειών, τόσο στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και, ιδιαιτέρως, στην έκφραση του προσώπου όσο και στην ενδυμασία του ήρωα αλλά και την ιπποσκευή (Πηγές 1, 2). «Η πλούσια χαίτη, οι φούντες στον εξοπλισμό της σέλας, η περικεφαλαία, ο πληθωρικός χαρακτήρας της στολής, και ακόμη η πλούσια κώμη και το φουντωτό μουστάκι, προσθέτουν στο σύνολο ένα πολύπλοκο παιχνίδι λεπτομερειών, αξόνων, φωτοσκιάσεων» (Πηγή 1). Όπως επισημαίνουν οι Χρήστου και Κουμβακάλη, η σύνθεση διέπεται από επιβλητικότητα και η μορφή του Κολοκοτρώνη αποπνέει μνημειακότητα. Πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο και σημαντικό έργο του Λάζαρου Σώχου, στο οποίο «φτάνει σε καθαρά προσωπικές πλαστικές διατυπώσεις», εντοπισμένες στον ελεύθερο συνδυασμό ρεαλιστικών και ιδεαλιστικών τύπων, την επική διάθεση, τον πλούτο των μορφών και την ισορροπία των όγκων, την ασφάλεια της οργάνωσης των επιπέδων και την ενότητα του συνόλου. Με τα παραπάνω προσωπικά στοιχεία εξασφαλίζεται η ιδεαλιστική απόδοση του χαρακτήρα του ήρωα, ο οποίος πάνω σε ένα μέτριου ύψους βάθρο έρχεται πιο κοντά στον θεατή (Πηγή 2).

 ΑΚΡΙΒΗΣ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ [ΠΕΡΙΟΧΗ]

Ναύπλιο, πάρκο Θ. Κολοκοτρώνη

parko kolokotroni Nafplio

Ο έφιππος ανδριάντας επί του μαρμάρινου βάθρου του, το σιδηρό κιγκλίδωμα που τον περιβάλλει και τα τέσσερα χυτοσιδηρά τηλεβόλα στις αντίστοιχες γωνίες, που οριοθετούν τον χώρο, ως ενιαίο σύνολο «με ιστορική, εθνική και καλλιτεχνική αξία», κατόπιν της ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (5/9/2013) χαρακτηρίστηκε μνημείο με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού της 16ης Οκτωβρίου 2013 (Πηγή 3). Παράλληλα, δρομολογήθηκαν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του ανδριάντα και βάθρου, που ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 2014 (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Σήμερα, ο ορειχάλκινος ανδριάντας εμφανίζεται με εκτεταμένες επιφανειακές φθορές που προέρχονται από προϊόντα διάβρωσης, ποικίλων αποχρώσεων, ζημιώνοντας αισθητικά την εικόνα του μνημείου.

 

Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία ταφικού μνημείου του Θ. Κολοκοτρώνη (1877)

Με γενικό κάλεσμα της 10ης Οκτωβρίου 1877 προς τους δημάρχους της χώρας, ο δήμαρχος Ναυπλιέων Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος ζήτησε τη συνδρομή των δήμων για τη συγκέντρωση χρημάτων «περί ανεγέρσεως Μνημείου» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το κάλεσμα παρουσίαζε το πανελλήνιο εγχείρημα ως εκπλήρωση «εθνικής οφειλής» στην επιθυμία που ο ήρωας είχε εκφράσει στη διαθήκη του, να ταφεί στο κτήμα του έξω από το Ναύπλιο (περιοχή Κιούλ Τεπέ), στον δρόμο προς το Άργος, όπου είχε ανεγείρει έναν μικρό ναό των Αγίων Θεοδώρων. Την ιδέα του δημάρχου είχε υιοθετήσει λίγο πριν το δημοτικό συμβούλιο Ναυπλίου, ψηφίζοντας στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους χρηματικό ποσό 1.000 δραχμών, που επρόκειτο να κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα (Πηγή 4). Όπως αναδεικνύει η Χριστίνα Κουλούρη, η αρχική σύλληψη αφορούσε στη δημιουργία ταφικού μνημείου, ενώ από το 1884 διατυπώνεται με σαφήνεια η πρόθεση της δημοτικής αρχής για την ανακομιδή των οστών του ήρωα από την Αθήνα και τον ενταφιασμό τους στο μνημείο που θα ανεγειρόταν σύμφωνα με το σχέδιο του 1877 (Πηγή 5, αναλυτικά, βλ. παρακάτω).

Είναι προφανές ότι η πρωτοβουλία εστιάζει στη μνημειοποίηση του Θ. Κολοκοτρώνη, εμπλέκοντας άμεσα τοπικότητα και ιστορία, σε μια προσπάθεια εξυπηρέτησης των ιδιαίτερων αναγκών της τοπικής κοινωνίας της εποχής. Η μικρή επαρχιακή πόλη του Ναυπλίου, η πάλαι ποτέ πρώτη εθνική πρωτεύουσα, προσπαθεί για άλλη μια φορά να συντηρήσει στη μνήμη το μεγαλείο της παλαιάς της δόξας, που ανακόπηκε απότομα το 1834 με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα. Η απώλεια των διοικητικών και οικονομικών προνομίων που ως καθέδρα απόλαυε το Ναύπλιο, είχε επιδράσει αρνητικά σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου της πόλης (Πηγή 6), που, ειδικά μετά τη Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862, βρισκόταν σε παρακμή. Έτσι, στην εκπνοή του 1877, το πανελλήνιο κάλεσμα για τη δημιουργία ταφικού μνημείου του ήρωα φαίνεται να λειτουργεί αντισταθμιστικά στα αισθήματα εγκατάλειψης και παρακμής που βίωνε η τοπική κοινωνία. Η δε επιλογή του τιμώμενου εξασφάλιζε συμβολικά οφέλη, και συγκεκριμένα την ανάταση της τοπικής αυτοπεποίθησης αλλά και την πανελλήνια προβολή του κύρους της πόλης.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, ο Κολοκοτρώνης έχει εδραιωθεί στο υπό διαμόρφωση, ακόμη, πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης του 1821. Πληθώρα κειμένων είχαν υποστηρίξει τη διαδικασία ηρωοποίησής του από το 1846, με την έκδοση των απομνημονευμάτων που το 1836 ο ίδιος αφηγήθηκε στον Γεώργιο Τερτσέτη και τις επανεκδόσεις που ακολούθησαν. Το 1876, η συμπερίληψη της βιογραφίας του Κολοκοτρώνη στους «Ήρωες της ξηράς», στον Η΄ τόμο των Βίων Παράλληλων του Αναστάσιου Γούδα (Πηγή 7), ενδέχεται να συνδέεται με την πρωτοβουλία του δήμου Ναυπλιέων, τον επόμενο χρόνο, για τη δημιουργία ταφικού μνημείου του ήρωα με την οικονομική συνδρομή του πανελληνίου, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα της πόλης να τιμήσει τη μνήμη του με την ανίδρυση, τότε, ενός οβελίσκου δίπλα σε άλλους υπέρ των «ενδόξων Πρωταγωνιστών» του 1821 (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).

Στο επόμενο διάστημα, η προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Από το 1879, ο νέος δήμαρχος Ναυπλίου, Γρηγόριος Δημητριάδης (1879-1882), συνέχισε τις προσπάθειες του προκατόχου του με πενιχρά αποτελέσματα. Ενδεικτικά, την ίδια χρονιά το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων ενημερώνεται για το έγγραφο αίτημα του Δήμου Ναυπλιέων περί συνδρομής για το μνημείο, αλλά δεν ακολουθεί συζήτηση ή απόφαση (Πηγή 8). Μέχρι το 1884 είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα 3.165 δραχμές, ποσό ανεπαρκές για τον στόχο. Η περιορισμένη ανταπόκριση στο κάλεσμα του πανελληνίου αποδίδεται από την εφημερίδα «Αιών» στις δυσχέρειες «των επελθουσών περιστάσεων» (Πηγή 9). Η αναφορά σχετίζεται με την αναμόρφωση του χάρτη των Βαλκανίων μετά την κρίση του Ανατολικού ζητήματος των ετών 1875-1878 και τα όσα διαδραματίστηκαν μέχρι την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος των περιοχών Άρτας και Θεσσαλίας (1881).

Αν η παραπάνω περίοδος λειτούργησε ανασχετικά στο έργο της συγκέντρωσης χρημάτων, το 1883 η επανεκλογή του Επ. Κωτσονόπουλου στο Ναύπλιο συνέπιπτε με την εξομάλυνση της κατάστασης στη χώρα. Η μέριμνα για την ανέγερση του μνημείου επανήλθε τότε δυναμικά, με την απόφαση σύστασης ερανικών επιτροπών σε κάθε μεγάλη πόλη. Η πρώτη μεγάλη επιτροπή συστάθηκε στην Αθήνα το 1884, υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Μέλη της ήταν, ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Μάρκος Ρενιέρης και οι πρώην υπουργοί Ανδρέας Αυγερινός και Αθανάσιος Πετιμεζάς. Στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η επιτροπή απηύθυνε έκκληση «προς το φιλόπατρι κοινόν» της πρωτεύουσας και του Πειραιά για την ανίδρυση «καλλιτεχνικού μνημείου» (Πηγές 9, 10). Στις πρώτες συνεισφορές συγκαταλέγεται εκείνη του Πανεπιστημίου Αθηνών με το ποσό των 200 δραχμών, ύστερα από πρόταση του καθηγητή Θεόδωρου Αρεταίου και ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου (Πηγή 11). Δύο χρόνια αργότερα, το ποσό στην τράπεζα έφτασε στις 12.503,10 δραχμές. Συγκεκριμένα, σε ονομαστικό κατάλογο των συνδρομητών με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1886, τον οποίο απέστειλε ο Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας στον δήμαρχο Ναυπλίου, καταγράφονται 45 ονόματα προσώπων, φορέων και επιτροπών, και αποτυπώνονται ατομικές ή συλλογικές συνεισφορές που κυμαίνονται από 15 έως 2.007,20 δραχμές (Πηγές 12, 13).

 

«Ανδριάς μεγαλοπρεπής, ορειχάλκινος έφιππος, με την ιστορικήν αυτού στολήν, ην κατά τον Αγώνα έφερε». 

Η προκήρυξη του διαγωνισμού

Μέσα στην επόμενη διετία, το πλήθος των δημοσιευμάτων στον Τύπο ήγειρε τα πατριωτικά αισθήματα και ενεργοποίησε τις τοπικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του ποσού από τους εράνους. Η θετική αυτή εξέλιξη ίσως έπαιξε ρόλο στην αλλαγή του τρόπου μνημειοποίησης του Κολοκοτρώνη, ώστε από το τέλος Απριλίου του 1888 το μνημείο απέκτησε νέα εικόνα: «Ανδριάς μεγαλοπρεπής, [..] ορειχάλκινος έφιππος, με την ιστορικήν αυτού στολήν, ην κατά τον Αγώνα έφερε». Με την ελπίδα ότι τα χρήματα που απαιτούνταν για τον νέο μεγάλο σκοπό θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σύντομα, κατόπιν πρωτοβουλίας του Επαμεινώνδα Κωτσονόπουλου συστάθηκε στα τέλη Απριλίου 1888, στην Αθήνα, επιτροπή για τον συντονισμό και την εποπτεία των ενεργειών, καθώς και την επιλογή του καλλιτέχνη για τον έφιππο Κολοκοτρώνη. Την προεδρία ανέλαβε ο Ανδρέας Αυγερινός, πρόεδρος -τότε- της Βουλής των Ελλήνων, και μέλη ορίστηκαν, ο βουλευτής Αργολιδοκορινθίας Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, ο διευθυντής της Σχολής των Καλών Τεχνών Αναστάσιος Θεοφιλάς, ο ταγματάρχης του μηχανικού Π. Λυκούδης και ο ταγματάρχης του πυροβολικού Ν. Πουρναράς. Ως υλικό κατασκευής του ανδριάντα, η κυβέρνηση παραχώρησε τα πυροβόλα του 1821, ενώ τον Ιούνιο, το συγκεντρωμένο ποσό ανήλθε στις 32.000 δραχμές (Πηγές 14-19).

Σχετικά με τον δημιουργό, η διαχειριστική επιτροπή προσανατολίστηκε αρχικά σε έναν βαυαρό γλύπτη, ο οποίος ζήτησε 60.000 δραχμές. Προκειμένου να μειωθεί το κόστος φιλοτέχνησης αλλά και για «να έχει ελληνικωτέραν την έμπνευσιν και επιτυχεστέραν την εκτέλεσιν» το μνημείο, επικράτησε η άποψη να προκηρυχθεί διαγωνισμός για τη φιλοτέχνηση γύψινου προπλάσματος του ανδριάντα, με πρόσκληση σε έλληνες καλλιτέχνες, εντός και εκτός Ελλάδας (Πηγή 14).

Η προκήρυξη δημοσιεύθηκε στις 11 Μαΐου 1888, με καταληκτική ημερομηνία δήλωσης συμμετοχής την 31η του ίδιου μήνα και αποστολής των προπλασμάτων στις 30 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Στην ουσία επρόκειτο για την πρώτη φάση αξιολόγησης των υποψηφίων, κατά την οποία τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής θα επέλεγαν όσα προπλάσματα έκριναν άξια για τον καθορισμένο σκοπό και, στη συνέχεια, -με φροντίδα και έξοδα της επιτροπής- θα στέλνονταν σε κάποια ακαδημία Καλών Τεχνών του εξωτερικού, η οποία θα προέβαινε στην τελική κρίση για το καλύτερο από τα προεπιλεγμένα (Για τους όρους του διαγωνισμού και τις επικρίσεις που επέσυραν, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Παράλληλα, η επιτροπή απευθύνθηκε στον πρέσβη της Ελλάδας στη Ρώμη, Μιχαήλ Παπαρρηγόπουλο, προκειμένου να ενεργήσει για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού στην εκεί φημισμένη Ακαδημία των Καλών Τεχνών (Πηγές 16, 17).

 

Ο διαγωνισμός των προπλασμάτων στη Ρώμη

Τέσσερα προπλάσματα, «καλώς συσκευασμένα» σε ισάριθμα κιβώτια, παραδόθηκαν στις αρχές Μαρτίου του 1889 στην ιταλική ατμοπλοϊκή εταιρεία Florio e Rubattino, με προορισμό τη Ρώμη (Πηγή 20). Κατά τη μεταφορά, τα έργα υπέστησαν σοβαρές ζημιές, ώστε χρειάστηκε ένας και πλέον μήνας για την αποκατάστασή τους από ειδικό τεχνίτη. Ο διαγωνισμός διεξήχθη στην αίθουσα του μουσείου Villa Giulia στις 12 Μαΐου 1889, υπό την προεδρία του Γενικού Εφόρου των ιταλικών αρχαιοτήτων και των Καλών Τεχνών, Giuseppe Fiorelli (1875-1896). Οι κριτές κατέληξαν ομόφωνα στο υπ’ αριθμόν 1 έργο, που ανήκε στον Λάζαρο Σώχο. Πλην του νικητή, τα ονόματα των διαγωνιζόμενων δημιουργών δεν έγιναν γνωστά, καθώς τα έργα έφεραν μόνον αριθμούς, αρίθμηση που είχε κάνει ο διευθυντής της Σχολής των Καλών Τεχνών και μέλος της διαχειριστικής επιτροπής Αναστάσιος Θεοφιλάς (Πηγές 21, 22). Στην εκτενή έκθεση της καλλιτεχνικής επιτροπής αναφέρεται ότι η αξιολογική κατάταξη συνέπιπτε τυχαία με τη διαγωνιστική αρίθμηση των έργων. Η τεκμηρίωση της απόφασης ήταν αναλυτική για το βραβευμένο έργο, με υποδείξεις για διορθώσεις σχετικά με τους κανόνες ισορροπίας του και συστάσεις αισθητικού περιεχομένου. Τα υπόλοιπα έργα εξετάζονταν συγκριτικά και κατατάσσονταν αναλόγως (Πηγή 23. Αναλυτικά για τον καλλιτεχνικό διαγωνισμό, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).

 

H φιλοτέχνηση του ανδριάντα στο Παρίσι και η παραγγελία δύο ανάγλυφων ιστορικών παραστάσεων

Το συμφωνητικό μεταξύ του γλύπτη και πληρεξούσιου της διαχειριστικής επιτροπής υπογράφτηκε στο Παρίσι στις 7/19 Αυγούστου 1890. Προηγουμένως είχε εγγυηθεί εγγράφως για τον Λ. Σώχο ο διακεκριμένος καθηγητής του στην École des Beaux-Arts, Antoine Mercié (Πηγή 24). Τουλάχιστον σε μορφή προσχεδίου, όπως σώζεται στα ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, το συμβόλαιο δέσμευε τον καλλιτέχνη να παραδώσει το μνημείο εντός δύο ετών από την υπογραφή του, και ως συνολικό τίμημα για την αμοιβή του και τη δαπάνη χύτευσης του τελικού προπλάσματος σε ορείχαλκο όριζε το ποσό των 25.000 χρυσών φράγκων. Στην περίπτωση που παρέδιδε το έργο εντός 18 μηνών, η αμοιβή θα αυξανόταν κατά 3.000 χρυσά φράγκα. Το υλικό για τη χύτευση, περίπου πέντε τόνοι ορείχαλκου, θα παραχωρούνταν στον δημιουργό ως δωρεά, ενώ εκείνος θα αναλάμβανε τη δαπάνη χύτευσης του προπλάσματος σε αναγνωρισμένο χυτήριο του Παρισιού, καθώς και την ευθύνη της «στερεάς και εντέχνου» εργασίας. Η διαχειριστική επιτροπή είχε το δικαίωμα επίβλεψης του έργου σε όλη τη διάρκεια των εργασιών, μέσω καλλιτέχνη αναγνωρισμένης αξίας (Πηγή 25. Για τους όρους του συμβολαίου, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Πράγματι, από την έναρξη φιλοτέχνησης του τελικού προπλάσματος μέχρι και τη χύτευση του ανδριάντα σε ορείχαλκο, η διαχειριστική επιτροπή επέβλεπε μέσω εκπροσώπων της στο Παρίσι την πορεία των εργασιών και διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον γλύπτη, με αναλυτικές παρατηρήσεις και διορθωτικές υποδείξεις.

Ιδιαίτερη σημασία έδωσε ο δημιουργός στη συνολική περιβολή του ήρωα. Η επίμονη αναζήτηση ενδυμάτων, υποδημάτων και οπλισμού της εποχής του 1821 σκοπό είχε την κατά το δυνατόν ρεαλιστική απεικόνιση του αρχιστράτηγου. Για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, μελέτησε το νεκρικό εκμαγείο του, καθώς και τις μορφές συγγενικών του προσώπων. Επιθυμία του Σώχου ήταν, εξαρχής, να αποδώσει το κεφάλι του ήρωα χωρίς περικεφαλαία. Έτσι, άλλωστε, είχε βραβευτεί η συμμετοχή του στη Ρώμη. Κατά την εκτέλεση του τελικού προπλάσματος, ο γλύπτης προσπάθησε να πείσει την επιτροπή ανέγερσης για την απάλειψή της, υποστηρίζοντας ότι «είναι όλως ελαττωματική» για την εποχή του Αγώνα, αφού δεν επρόκειτο για κάλυμμα φουστανελοφόρου, ώστε «προξενεί κακόγουστον αναχρονισμόν». Η πρόταση απορρίφθηκε από την επιτροπή. Δύο φορές (1894 και 1895), απορρίφθηκε, επίσης, το αίτημά του να εκτεθεί ο ανδριάντας στο Salon του Παρισιού (Πηγές 26, 27. Για την πορεία φιλοτέχνησης του ανδριάντα, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).

Το πλήθος των επιστολών που βρίσκεται στα ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, στο Ναύπλιο, δίνει τη δυνατότητα ανασύστασης της μακράς πορείας υλοποίησης του μνημείου, και φωτίζει τον ρόλο επιτροπής ανέγερσης και δημοτικής αρχής στη μνημειακή απεικόνιση του Θ. Κολοκοτρώνη. Παράλληλα, το ογκώδες αρχειακό υλικό αποτυπώνει τις ιστορικές συγκυρίες μέσα στις οποίες εγγράφεται η πορεία υλοποίησης του πρώτου έφιππου ανδριάντα στην Ελλάδα, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έως την αρχή του 20ου αιώνα.

Το γύψινο πρόπλασμα του ανδριάντα ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1894 και τον επόμενο μήνα παραδόθηκε στο χυτήριο Thiébaut Frères. Τα ιστορικά πυροβόλα είχαν φτάσει στο Παρίσι από τον Μάρτιο, και τον Οκτώβριο τέθηκαν στην κάμινο. Η εκτύπωση σε ορείχαλκο πραγματοποιήθηκε κατά τμήματα, διαδικασία που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το τέλος του έτους. Τον Αύγουστο του 1895, ολοκληρώθηκε και ο επιχρωματισμός του ανδριάντα (Πηγές 28-32).

Ο Λάζαρος Σώχος είχε σχεδιάσει το 1894 μαρμάρινο βάθρο ανάλογο με τις διαστάσεις του ανδριάντα, σχετικά χαμηλό, ώστε να επικρατεί η έφιππη μορφή του ήρωα (Πηγή 29). Από το καλοκαίρι του ίδιου έτους, η επιτροπή ανέγερσης του είχε αναθέσει, επίσης, τη φιλοτέχνηση δύο ανάγλυφων ιστορικών παραστάσεων που θα κοσμούσαν τις δύο πλευρές του βάθρου. Ως τα σημαντικότερα, κατά τον γλύπτη, περιστατικά της πολεμικής ζωής του τιμώμενου, επέλεξε την καταστροφή του Δράμαλη στο στενό των Δερβενακίων και την καύση των συγχωροχαρτιών από όσους είχαν «προσκυνήσει» τον Ιμπραήμ. Η πολύμηνη εργασία που -σύμφωνα με τον καλλιτέχνη- απαιτούσε η ολοκλήρωση των ιστορικών παραστάσεων αλλά και οι οικονομικές δυσχέρειες της επιτροπής οδήγησαν στην απόφαση να κατασκευαστεί η βάση με τέτοιον τρόπο, ώστε να τοποθετηθούν μεταγενέστερα και τα ανάγλυφα (Πηγές 33, 34 και ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Προτεραιότητα, τότε, είχε η ανίδρυση και αποκάλυψη του μνημείου, ώστε τα ανάγλυφα δεν τοποθετήθηκαν ποτέ στο βάθρο του Ναυπλίου˙ αγοράστηκαν μέσω πανελλήνιου εράνου (Πηγή 35) και τοποθετήθηκαν τρία χρόνια μετά στη βάση του δίδυμου έφιππου Κολοκοτρώνη στην Αθήνα.

Για άλλη μια φορά ο έφιππος Κολοκοτρώνης βίωσε μια δύσκολη συγκυρία για τη χώρα, οικονομική αυτή τη φορά. Από το 1891, η άνοδος της τιμής του χρυσού και η αύξηση της νομισματικής διαφοράς, αλλά και η χρεοκοπία του κράτους το 1893, επηρέασαν τον απαιτούμενο χρόνο ολοκλήρωσης του μνημείου (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Η αποπεράτωσή του συνέπεσε με μια περίοδο εθνικής και πολιτικής κρίσης, με κυρίαρχο το αίσθημα της ταπείνωσης.

 


H μεταφορά στο Ναύπλιο το 1895 και η εξαετής παραμονή σε κιβώτια μέχρι την ανίδρυση

Συσκευασμένος σε δύο κιβώτια, ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ξεκίνησε το ταξίδι του με προορισμό το Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1895. Από το Παρίσι έφτασε σιδηροδρομικώς στη Μασσαλία, όπου φορτώθηκε στο γαλλικό ατμόπλοιο «Balkan», της εταιρείας Fressynet, η οποία είχε αναλάβει δωρεάν τη μεταφορά. Στον Πειραιά έφτασε στις 28 Σεπτεμβρίου (Πηγές 36-38). Έξω από το τελωνείο είχε συρρεύσει κόσμος που προσπαθούσε να δει το έργο από τις χαραμάδες που άφηναν οι σανίδες των κιβωτίων. Χαρακτηριστική για τους συμβολισμούς που κουβαλούσε πάνω του ο τεμαχισμένος ανδριάντας είναι η περιγραφή της εφημερίδας Σκριπ: «Δύο Τούρκοι με τα κατακκόκκινα φεσάκιά τους, ο ένας κοντός και ο άλλος υπέρψηλος, εκύτταζε το κιβώτιον. Ο εις εξ αυτών, παρατηρήσας τον δάκτυλον του Κολοκοτρώνη πλησίον ενός ανοίγματος, επλησίασε τον δάκτυλόν του και ήγγισε την τουρκοκτόνον χείρα, αλλ’ ευθύς απέσυρεν αυτόν ως να είχεν εγγίσει ηλεκτρικόν αγωγόν!...» Ο δε τεντωμένος δείκτης «ενόμιζες ότι έσχιζε το κενόν δεικνύων κάτι μακράν, εκεί, προς Ανατολάς…» (Πηγή 39).

Στο μεταξύ, είχε διαρρεύσει η πληροφορία ότι, προτού αποσταλεί στο Ναύπλιο, ο ανδριάντας θα εκτίθετο για αρκετές μέρες σε αίθουσα του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα (Πηγή 40). Φαίνεται ότι, πράγματι, συζητιόταν αυτή η σκέψη, όμως ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Άστυ», ότι το μνημείο επρόκειτο να στηθεί στην Αθήνα, στην άκρη της οδού Κολοκοτρώνη και δίπλα στη Βουλή, επέσπευσε τη μεταφορά των κιβωτίων στον αρχικό προορισμό τους. Σύμφωνα με το έντυπο, πλούσιος ομογενής του εξωτερικού θα χρηματοδοτούσε έναν μικρότερου μεγέθους ανδριάντα για το Ναύπλιο. «Η τοποθέτησις του καλλιτεχνικού έργου εν Αθήναις εκρίθη προτιμοτέρα», ανέφερε, «καθ’ όσον και εις τα όμμματα του κόσμου θα προσπίπτη ανά πάσαν ώραν, και έργον τόσου μεγέθους να μεταφερθή και στηθή εις ερημίαν είνε όλως διόλου αν μη άσκοπον ολίγον περιττόν» (Πηγή 41). Το δημοσίευμα προκάλεσε αναστάτωση στην κοινωνία του Ναυπλίου. Το φύλο του «Άστυ» κάηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης και οι τοπικές αρχές διαμαρτυρήθηκαν, το δημοτικό συμβούλιο με δημόσιο Ψήφισμα και ο Νομάρχης Αργολιδοκορινθίας με τηλεγράφημα στη διαχειριστική επιτροπή του μνημείου. Στις 3 Οκτωβρίου ο τότε δήμαρχος Ναυπλίου, Μιλτιάδης Γιαννόπουλος (1891-1895 και 1895-1899), μετέβη στην Αθήνα για την οργάνωση της μεταφοράς του ανδριάντα (Πηγή 42).  

Στις 15 Οκτωβρίου 1895 ο ανδριάντας έφτασε στο Ναύπλιο με τον σιδηρόδρομο Πειραιά-Πελοποννήσου, που ανέλαβε τη μεταφορά δωρεάν. Τα κιβώτια αποθηκεύτηκαν στο κτήριο του Οπλοστασίου (Πηγές 40, 43), όπου και παρέμειναν έξι χρόνια, αρχικά εν αναμονή της κατασκευής του βάθρου έδρασης αλλά στη συνέχεια εξαιτίας -και κυρίως- της εθνικής και πολιτικής κρίσης (1895-1897), του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897), της επιβολής του «Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» (1898) και όσων ακολούθησαν μέχρι την εξομάλυνση της κατάστασης στη χώρα και την επιστροφή στον κοινοβουλευτικό κανόνα, τη διετία 1899-1901.

Η επιτροπή ανέγερσης του μνημείου είχε συσταθεί πριν από την έναρξη του πολέμου. Με το ΙΣΤ΄ ψήφισμα της 11ης Φεβρουαρίου 1896, το δημοτικό συμβούλιο Ναυπλίου αποφάσισε να απευθύνει πρόταση στον διάδοχο Κωνσταντίνο για την ανάληψη της προεδρίας. Η αποδοχή ανακοινώθηκε με έγγραφο (24/2) του υπασπιστή του διαδόχου, αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη (Πηγές 44, 45). Έπειτα από κάποιες αντικαταστάσεις μελών, την επιτροπή αποτελούσαν οι, Αναστάσιος Θεοφιλάς, διευθυντής της Σχολής των Καλών Τεχνών, Κωνσταντίνος Δεληγιάννης, γιατρός, καθηγητής του Πανεπιστημίου, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, βουλευτής, Μιχαήλ Π. Ιατρός, βουλευτής Ναυπλίας, Τιμολέων Φιλήμων, πολιτικός και Γραμματέας της Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, και ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, ο εμπνευστής της ανίδρυσης για το ταφικό, αρχικά, μνημείο του Κολοκοτρώνη, που στην πορεία κατέληξε στον έφιππο ανδριάντα (Πηγή 46).

Ωστόσο, η εξάντληση των χρημάτων και τα όσα μεσολάβησαν στη χώρα, λειτούργησαν απαγορευτικά στην κατασκευή του βάθρου. Τελικά, ως από μηχανής θεός, τη δαπάνη των εργασιών του ανέλαβε ο ναυπλιώτης Νικόλαος Γ. Κωτσάκης, εφέτης στην Κέρκυρα και άρτι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας από τον -επίσης εφέτη- αποθανόντα αδελφό του, Δημήτριο. Το μαρμάρινο βάθρο ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1899 (Πηγή 47).


Ο πανελλήνιος χαρακτήρας των εορτών για τα εγκαίνια του ανδριάντα του Θ. Κολοκοτρώνη και η νομιμοποίηση της ηγεσίας του διαδόχου Κωνσταντίνου στο στράτευμα

Με την ολοκλήρωση του βάθρου, άρχισαν και οι προετοιμασίες της δημοτικής αρχής για την τελετή των αποκαλυπτηρίων. Στο τέλος Απριλίου του 1900, επί δημαρχίας Δημήτριου Τερζάκη, ο ορειχάλκινος ανδριάντας αναστηλώθηκε στο βάθρο του (Πηγή 48), στο πάρκο δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό, τότε στην είσοδο της πόλης και στο εξής «πάρκο Κολοκοτρώνη». Τοποθετήθηκε έτσι ώστε ο ήρωας να δείχνει προς τα Δερβενάκια και να υπενθυμίζει μια μεγάλη νίκη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία (Πηγή 5). Λίγο πριν, με παρέμβαση του διάδοχου Κωνσταντίνου είχε δοθεί τέλος στις μακροχρόνιες αντιγνωμίες και τις τοπικές έριδες για τη θέση του μνημείου, και ορίστηκε η ημερομηνία των αποκαλυπτηρίων για τις 23 Απριλίου 1901, ημέρα ονομαστικής εορτής του βασιλιά Γεωργίου Α΄ (Πηγή 47, 49). Από τις 16 Μαρτίου 1900 είχε συσταθεί ερανική επιτροπή για τις δαπάνες των εορτασμών (Πηγή 50), και άρχισαν πυρετώδεις προετοιμασίες για τον καλλωπισμό της πόλης. Τα έργα αναμόρφωσης συμπεριέλαβαν επισκευή δρόμων, υπονόμων αλλά και του φωτισμού της παραμελημένης μικρής επαρχιακής πόλης της εποχής (Πηγή 47 και ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).

Οι εορτασμοί έπρεπε να είναι μεγαλοπρεπείς, αντάξιοι του εθνικού και πανελλήνιου χαρακτήρα τους αλλά και της μεγάλης τιμής για την πόλη. Ήταν, βεβαίως, και η καλύτερη ευκαιρία για το στέμμα να αποκαταστήσει πλήρως τη δημόσια εικόνα του, που είχε βληθεί πολλαπλά από το 1893, με αιχμή τη σταφιδική κρίση και τη δυσαρέσκεια του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και την τραυματική ήττα του 1897 και όσα την ακολούθησαν. Από το 1898, ο Γεώργιος Α΄ είχε καταφέρει να ανασκευάσει το αντιδυναστικό ρεύμα των προηγούμενων ετών και να αναβαθμίσει το γόητρο του θρόνου. Το απρόσμενο συμβάν της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του ίδιου και της κόρης του Μαρίας (14/2/1898) είχε λειτουργήσει «εξαγνιστικά», ώστε -όπως σημειώνει η Νίκη Μαρωνίτη- «από βασικός ένοχος του μεταπολεμικού άγους» να θεωρείται «θύμα των έκτροπων περιστάσεων». Λίγους μήνες μετά, η πολιτική περιοδεία του στην Πελοπόννησο έτυχε θερμής υποδοχής από τον πληθυσμό της υπαίθρου, ενώ τον επόμενο χρόνο, ο ρόλος του θρόνου στην ευνοϊκή διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος, με την αναγνώριση Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και την ανάληψη της διοίκησης από τον πρίγκηπα Γεώργιο (Δεκέμβριος 1899), ενίσχυσαν περισσότερο τη δημοτικότητα του στέμματος. Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο του ανορθωτικού προγράμματος της πρώτης κυβέρνησης του Γεώργιου Θεοτόκη (Φεβρουάριος 1899 - Νοέμβριος 1901), με αιχμή τη στρατιωτική αναδιοργάνωση, η θεσμοθέτηση της «Γενικής Διοικήσεως του Στρατού» υπό την ενιαία αρχηγία του διαδόχου Κωνσταντίνου, αποδέσμευσε το στράτευμα από την κοινοβουλευτική επιρροή και την εκτελεστική εξουσία. Επί της ουσίας, επρόκειτο για εγκατάσταση του Κωνσταντίνου στον πολιτικό βίο της χώρας (για το ιστορικό πλαίσιο, Πηγή 51). Η εδραίωση της θέσης του χρειαζόταν ευρεία νομιμοποίηση, και τα αποκαλυπτήρια του έφιππου αρχιστράτηγου του 1821 ήταν η καλύτερη ευκαιρία.

Λίγες μέρες πριν από την τέλεση των εγκαινίων του μνημείου, η σύσταση του βασιλιά προς τους υπουργούς Βασίλειο Βουδούρη (Ναυτικών) και Νικόλαο Καράπαυλο (Δικαιοσύνης), «όπως παρασκευασθούν τα των εορτών τούτων όσω το δυνατόν πομπωδέστερον» (Πηγή 52), προοιωνιζόταν τη λαμπρότητα των εορτασμών, επιβεβαιώνοντας τη συμβολική σημασία που είχαν για τον θρόνο και την ανάμειξή του στην πολιτική. Όχι τυχαία, τα αποκαλυπτήρια του μνημείου συνδυάστηκαν με τη διεξαγωγή του πρώτου πανελλήνιου Γεωργικού συνεδρίου, που ξεκίνησε τις εργασίες του την επόμενη μέρα (ενδεικτικά, για το πρόγραμμα των διήμερων εορτασμών και το Γεωργικό Συνέδριο, Πηγές 53, 54). Με την ίδρυση Σταφιδικής Τράπεζας και το σταφιδικό νομοσχέδιο, η κυβέρνηση Θεοτόκη είχε κερδίσει την επιδοκιμασία των σταφιδοπαραγωγικών επαρχιών, που ευελπιστούσαν στην επίλυση του χρόνιου σταφιδικού ζητήματος (Πηγή 51). Ο διπλός στόχος νομιμοποίησης της πολιτικής κυβέρνησης και στέμματος αποτυπώνεται γλαφυρά στους δύο λόγους του βασιλιά, κατά την αποκάλυψη του έφιππου ανδριάντα και, την επομένη, στην έναρξη του Γεωργικού Συνεδρίου (βλ. παρακάτω).


Τα εγκαίνια του μνημείου

Η 23η Απριλίου 1901 ξεκίνησε στο πλούσια στολισμένο Ναύπλιο με εικοσιέναν κανονιοβολισμούς και το εμβατήριο της Φιλαρμονικής. Με την αποβίβαση της βασιλικής οικογένειας τηρήθηκε το προγραμματισμένο τελετουργικό (Πηγή 55  και ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Το μεγαλοπρεπώς στολισμένο πάρκο «Κολοκοτρώνη» είχε μεταβληθεί σε μικρό στάδιο με τις εξέδρες γύρω από τον ανδριάντα, όπου από νωρίς είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου. Λόχος του πεζικού, με σημαίες του όγδοου συντάγματος, άγημα 120 ναυτών, με τη ναυτική μπάντα, και λόχος πυροβολητών είχαν παραταχθεί στον χώρο, ενώ πλαγίως του ανδριάντα βρίσκονταν μαθητές Γυμνασίου με λευκές στολές. Στις 2.30 μ.μ. έφτασε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και πολλοί βουλευτές, και μισή ώρα αργότερα ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης με τους υπουργούς, Ναυτικών Βασίλειο Βουδούρη, Δικαιοσύνης Νικόλαο Καράπαυλο και Στρατιωτικών Νικόλαο Τσαμαδό, καθώς και τον δήμαρχο Αθηναίων, Σπυρίδωνα Μερκούρη. Στις 3.30 μ.μ. κανονιοβολισμοί από την παραλία ανήγγειλαν την άφιξη της βασιλικής οικογένειας στον χώρο του μνημείου. Ο βασιλιάς φορούσε στολή στρατηγού και ο διάδοχος αντιστράτηγου. Μαζί με τη βασίλισσα, τους πρίγκιπες και την πριγκίπισσα Σοφία, κατέλαβαν τις θέσεις τους στην ειδικά διαμορφωμένη εξέδρα, απέναντι από τον ανδριάντα. Δίπλα, κρατώντας δάφνινο στεφάνι, στάθηκε ο υπέργηρος συναγωνιστής του ήρωα, αντισυνταγματάρχης Απόστολος Μαυρογένης. Η τελετή ξεκίνησε με επιμνημόσυνο αγιασμό και ακολούθως δέηση υπέρ του έθνους, του στρατού και του τιμώμενου ήρωα, από τον αρχιεπίσκοπο Σ. Νίκανδρο. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς εκφώνησε εκτενή λόγο, το τέλος του οποίου συνόδευσαν παρατεταμένα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Έπειτα κατέβηκε από την εξέδρα και αποκάλυψε τον ανδριάντα. Στεφάνια κατέθεσαν, πρώτος ο Μαυρογένης και ακολούθως οι δήμαρχοι Ναυπλίου και Καλαμάτας, όλοι κάνοντας τις τυπικές προσφωνήσεις (Πηγές 56, 57). Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε τιμητικά ο τέως δήμαρχος Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος (Πηγή 58). Η τελετή ολοκληρώθηκε με την προσφορά αναμνηστικών μεταλλίων στους επισήμους, τον ύμνο στον Κολοκοτρώνη και κλέφτικο άσμα από τους μαθητές της πόλης (Πηγές 56, 57).

Ο βασιλικός λόγος, παρεκκλίνοντας από τη συνήθη τυπική φρασεολογία, επικεντρώθηκε στο εθνικό χρέος της παρούσας γενιάς και των μελλοντικών, να συνεχίσουν και να συμπληρώσουν το έργο των αγωνιστών του 1821. «Τα Έθνη καθήκον έχουσι να μη παραβλέπωσι τον προορισμόν των, προς τούτο δ’ οφείλουσιν αδιαλείπτως να μεριμνώσι περί της στρατιωτικής και ναυτικής συντάξεως και προπαρασκευής», είπε, εκφράζοντας τη βεβαιότητα για την επιτυχία του Διαδόχου στη διαφύλαξη της «ιερής παρακαταθήκης» για επαγρύπνηση «εις την άμυναν της χώρας και κατά γην και κατά θάλασσαν» (Πηγή 59). Ο λόγος του Γεώργιου συμπύκνωνε τα όνειρα 70 χρόνων ανεξάρτητου βίου. Η συμβολική του διάσταση είχε προετοιμαστεί από τον Τύπο με δημοσιεύματα που καλούσαν τον «προστάτη Βασιλιά» όχι μόνο να βασιλεύσει, αλλά και να κυβερνήσει. Ο δε Κωνσταντίνος, από «αποτυχημένος αρχιστράτηγος του 1897» ήταν πλέον ο «πορφυρογέννητος υιός της Δυναστείας» (Πηγή 51).

Το επόμενο απόγευμα, στον εναρκτήριο λόγο του στο Γεωργικό Συνέδριο, μία άλλη προτεραιότητα αναδεικνύεται, και συμπληρώνει εκείνη της προηγούμενης μέρας: ως υπέρτατο καθήκον του αρχηγού του Κράτους και όλων, τόνισε «την πάση δυνάμει, διά συνεχούς συστηματικής εργασίας, βελτίωσιν και ανάπτυξιν της Γεωργίας», διότι «η καλή κατάστασις της γεωργίας είνε η βάσις της ευημερίας του Έθνους μας» (Πηγή 59).

 

 

ΕΝΕΠΙΓΡΑΦΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

 

Πρόσοψη βάθρου: ΤΩ / ΘΕΟΔΩΡΩ / ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ / Η / ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ / ΠΑΤΡΙΣ
Πίσω μέρος βάθρου: ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΙΕΒΩ / ΕΝ ΠΑΡΙΣΙΟΙΣ / ΕΣΧΕΔΙΑΣΑΝE
 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ / ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ / ΑΠΕΙΡΓΑΣΑΤΟ

 

 

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Πληροφοριακά στοιχεία αρχειακών φωτογραφιών μνημείου

 

  1. Φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, 1901, στο Γιώργος Μαθάς, Εικονογραφημένα ταχυδρομικά δελτάρια Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας και Πρόδρομοι αυτών, έκδ. περιοδικού «συλλογές», Αθήνα 1985, αρ. 316.
  2. Φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, 1901, στο Γιώργος Μαθάς, Εικονογραφημένα ταχυδρομικά δελτάρια Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας και Πρόδρομοι αυτών, έκδ. περιοδικού «συλλογές», Αθήνα 1985, αρ. 310.
  3. Φωτογραφία από την εποχή των αποκαλυπτηρίων. Στο κέντρο, ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, επί δημαρχίας του οποίου συνελήφθη η ιδέα ανέγερσης του μνημείου, ιστ. Οδός Κολοκοτρώνη, στο http://odos-kolokotroni.blogspot.gr/2015/04/fotini-komninou.html (ανάρτηση: 9/4/2015 - ανάκτηση: 7/11/2018).
  4. Από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  5. Τρία χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια του έφιππου ανδριάντα. «Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου», ομάδα στο Facebook, στο https://www.facebook.com/photo?fbid=3338477052909546&set=a.329997570424191 ανάρτηση: 8/9/2020 -  ανάκτηση: 9/9/2020)
  6. «Άγαλμα Κολοκοτρώνη εν Ναυπλίω» (αποδιδόμενος τίτλος: «Το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη»), Ναύπλιο 1900c, Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο/Συλλογή: ΜΑΚΚΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ, κωδ. τεκμηρίου: L143.038, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/eliasim/rec.aspx?id=462273 (ανάκτηση: 20/3/2018).
  7. «Άγαλμα Κολοκοτρώνη εν Ναυπλίω» (αποδιδόμενος τίτλος: «Το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη»), Ναύπλιο 1900c, Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο/Συλλογή: ΜΑΚΚΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ, κωδ. τεκμηρίου: L143.007, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/eliasim/rec.aspx?id=462211 (ανάκτηση: 20/3/2018).
  8. «Ναύπλιον – Ο ανδριάς του Κολοκοτρώνη», καρτ ποστάλ, εκδ. Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία,  Ε.Λ.Ι.Α., κωδ. τεκμηρίου: CPSTAX 1.241, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=360730 (ανάκτηση: 7/4/2020).
  9. Από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  10. «Ναύπλιον: Το Άγαλμα του Κολοκοτρώνη», καρτ ποστάλ, εκδότης Λάμπρου Μ.Ν.,  Ε.Λ.Ι.Α., κωδ. τεκμηρίου: CPPEL 1.052, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/eliasim/rec.aspx?id=357868 (ανάκτηση: 24/3/2018).
  11. «Εορτασμός εθνικής επετείου στην πλατεία του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη» (αποδιδόμενος τίτλος), Ναύπλιο 1920c, Ε.Λ.Ι.Α., Γενικό Αρχείο 20ος, κωδ. τεκμηρίου: 3Κ00.103, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=512042 (ανάκτηση: 7/4/2020).
  12. «ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ» <έφιππος ανδριάντας Θεόδ. Κολοκοτρώνη>, Ε.Ο.Α. ΕΡΤ, Συλλογή Πέτρου Πουλίδη, κωδικός Τεκμηρίου: 0000002140/1.1.21.42, χρονολογία λήψης (κατά προσέγγιση): 01/01/1927 – 31/12/1927, στο http://archive.ert.gr/2140/ (τελευταία ενημέρωση: 23.9.2009 – ανάκτηση: 6.5.2018)
  13. Φωτογραφία από τους εορτασμούς της Εκατονταετηρίδας, από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  14. Φωτογραφία από τους εορτασμούς της Εκατονταετηρίδας, από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  15. Πάρκο Κολοκοτρώνη, 1930. Από τις προετοιμασίες για τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας στο Ναύπλιο, αρχείο του Π. Μαζαράκη.
  16. Πάρκο Κολοκοτρώνη 1933, από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  17. Από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  18. Από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  19. Ιστ. Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου, στο https://nafpliooldphotos.gr/index.php/φωτογραφικό-υλικό/ναύπλιο/228-stathmos-trenou (ανάκτηση 28/3/2020).
  20. Δικαστικό Μέγαρο – Πάρκο Κολοκοτρώνη, ιστ. Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου, στο https://nafpliooldphotos.gr/index.php/φωτογραφικό-υλικό/ναύπλιο/1773-dikastiko-megaro (ανάκτηση 28/3/2020).
  21. Ιστ. Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου, στο https://nafpliooldphotos.gr/index.php/φωτογραφικό-υλικό/ναύπλιο/101-dikastiko-megaro (ανάκτηση 28/3/2020).
  22. Ναύπλιο, ο έφιππος ανδριάντας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, αρχές δεκ.1950, Καρτ-ποστάλ «Delta», «Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου», ομάδα στο Facebook, προσβάσιμο στο https://www.facebook.com/photo?fbid=2606810179563883&set=gm.2842565972491681 (ανάκτηση: 28/3/2020)
  23. Δεκ. 1960, «Παλαιές φωτογραφίες Ναυπλίου», ομάδα στο Facebook, στο https://www.facebook.com/photo?fbid=1181110565406963&set=gm.2586124504802497
  24. Παλαιά, αχρονολόγητη, φωτογραφία του μνημείου από το αρχείο του Προοδευτικού συλλόγου Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», προσβάσιμο στο https://palamidisnafplio.gr/αρχειακό-υλικό/φωτογραφικό-υλικό (ανάκτηση28/3/2020).
  25. Πρόγραμμα εορτασμών για τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Θ. Κολοκοτρώνη, από το φωτογραφικό αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.

26-40. Φωτογραφίες από τις εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου (2013- 2014), φωτογραφικό αρχείο επιβλέποντος μηχανικού, Γιώργου Μπινιάρη. 

 

ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

Από τον οβελίσκο (1843) στο ταφικό μνημείο (1877), και δέκα χρόνια μετά στον πρώτο έφιππο ανδριάντα στην Ελλάδα (1888)

Για τη διαδρομή που ακολούθησε ο τρόπος πρόσληψης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και η αποτίμηση της επαναστατικής δράσης του μέσα στον χρόνο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατά καιρούς τρόποι και τα υλικά μέσα μνημειοποίησής του στον δημόσιο χώρο. Ειδικά για το Ναύπλιο, δεν ήταν η πρώτη φορά που η δημοτική αρχή αποφάσιζε να τιμήσει τον ήρωα με μνημείο. Στις 25 Φεβρουαρίου 1843, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του (4/2/1843), το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, εκτός από την κήρυξη δημόσιου πένθους και την τέλεση πάνδημου μνημόσυνου «υπέρ αναπαύσεως», επιφυλάχθηκε «εν καιρώ» να χορηγήσει «ανάλογα μέσα» για την ανέγερση των «αναγκαίων» οβελίσκων στη μνήμη των «ενδόξων Πρωταγωνιστών» «Ανδρέα Ζαΐμη, Κολοκοτρώνη, Υψηλάντη, Μιαούλη, Παπαφλέσσα, Κυριακούλη, Σταΐκου κλπ.», στον χώρο όπου επρόκειτο να ανιδρυθεί ανδριάντας του Όθωνα σε ανάμνηση των αποβατηρίων (Πηγή 60). Ο φυσικός θάνατος ενέταξε, τότε, τον αρχιστράτηγο στο πάνθεον των αποθανόντων πρωταγωνιστών του 1821, δίπλα σε άλλους σημαντικούς ήρωες. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Δημητρόπουλος, η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του Κολοκοτρώνη δεν αντιστοιχεί απολύτως στην αποδοχή που ο ήρωας απόλαυε από τους συγκαιρινούς του στα χρόνια της ενεργού δράσης του, αλλά απλώς προοιωνίζεται την ένταξή του στο πάνθεον των ηρώων του 1821 που επακολούθησε. Μέχρι τότε, εκτός από την αποδοχή -ακόμα και από όσους βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα με εκείνον- καταγράφονται και προσπάθειες αποκαθήλωσής του από το βάθρο που είχε αρχίσει να υψώνεται (Πηγή 61).

Τόσο ο ανδριάντας του Όθωνα όσο και οι οβελίσκοι των ηρώων δεν ανεγέρθηκαν ποτέ στο Ναύπλιο. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, η πρωτοβουλία για την ανίδρυση μεγαλοπρεπούς ταφικού μνημείου του Θ. Κολοκοτρώνη κοντά στο Ναύπλιο, με τη συνεισφορά του πανελληνίου, εμπεριέχει διαφορετικά νοήματα, εξυπηρετεί άλλες ανάγκες και επιδιώξεις της τοπικής κοινωνίας και, γενικότερα, αποτελεί μια διαφορετική εγγραφή της μνήμης του 1821 στη νέα συγκυρία.
Όπως επισημαίνει η Χριστίνα Κουλούρη, «η απουσία μνημείων και ανδριάντων αποτελεί γενικότερο φαινόμενο στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, και μάλλον πρέπει να αποδοθεί στην οικονομική δυσπραγία του κράτους και στην έλλειψη ιδιωτικής χρηματοδότησης σε τοπικό επίπεδο. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι ο πρώτος ανδριάντας για τον Κολοκοτρώνη θα ανεγερθεί στο Ναύπλιο και όχι στην πρωτεύουσα, ότι η συλλογή χρημάτων θα υπάρξει αρκετά μακρόχρονη και θα αντλήσει από ιδιωτικούς πόρους» (Πηγή 5).


Η προκήρυξη του διαγωνισμού και οι επικρίσεις

Στην πρώτη συνεδρίαση της διαχειριστικής επιτροπής (9 Μαΐου 1888), στην Αθήνα, συντάχθηκε η προκήρυξη του διαγωνισμού για τη φιλοτέχνηση γύψινου προπλάσματος του έφιππου ανδριάντα από έλληνες καλλιτέχνες, εντός και εκτός Ελλάδας (Πηγή 62), η οποία δημοσιεύθηκε στις 11 Μαΐου 1888. Καταληκτική ημερομηνία δήλωσης συμμετοχής ορίστηκε η 31η του ίδιου μήνα, ενώ με ιδιαίτερο πρόγραμμα, θα καθορίζονταν οι λεπτομέρειες για την ενδυμασία και τη στάση του τιμώμενου. Οι διαγωνιζόμενοι όφειλαν να στείλουν στην επιτροπή ανώνυμο γύψινο πρόπλασμα ύψους 1,20 μ. έως τις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Όσα από τα συμμετέχοντα έργα απορρίπτονταν, θα επιστρέφονταν στους δημιουργούς, ενώ όσα κρίνονταν άξια να διαγωνιστούν στο εξωτερικό θα συσκευάζονταν ξεχωριστά, και θα στέλνονταν με φροντίδα και έξοδα της επιτροπής στην επιλεγμένη ακαδημία Καλών Τεχνών. Με την περάτωση του διαγωνισμού, το βραβευμένο πρόπλασμα θα επέστρεφε στην Αθήνα με έξοδα της διαχειριστικής επιτροπής, ενώ για την επιστροφή των άλλων διαγωνιζόμενων έργων όφειλαν να φροντίσουν οι δημιουργοί τους. Το ίδιο θα ίσχυε και για το βραβευμένο έργο, στην περίπτωση που η διαχειριστική επιτροπή δεν το έκρινε άξιο να υλοποιηθεί (Πηγή 16).
Επομένως, η κρίση της καλλιτεχνικής επιτροπής για το καλύτερο πρόπλασμα δεν σήμαινε και την a priori μεταφορά του σε μνημείο για τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η διαχειριστική επιτροπή κρατούσε το δικαίωμα της τελικής απόφασης, ώστε στην περίπτωση που δεν ενέκρινε το βραβευμένο έργο, δεν θα προχωρούσε στη χρηματοδότηση της φιλοτέχνησής του. Εάν, από την άλλη, το έκρινε αντάξιο του καθορισμένου σκοπού, είχε το δικαίωμα να διατυπώσει παρατηρήσεις για τη μορφή του ήρωα και τη συνολική περιβολή του ανδριάντα. Ο βραβευμένος δημιουργός, από την πλευρά του, είχε την υποχρέωση να ακολουθήσει τις τυχόν υποδείξεις της καλλιτεχνικής αλλά και της διαχειριστικής επιτροπής, και να κάνει τις σχετικές διορθώσεις. Με την προϋπόθεση ότι αυτές κρίνονταν επαρκείς, διαχειριστική επιτροπή και καλλιτέχνης θα προχωρούσαν στη σύναψη συμβολαίου για τη φιλοτέχνηση ομοιότυπου προς το πρόπλασμα ανδριάντα, σε διαστάσεις κατά το ½ μεγαλύτερο του φυσικού. Το συμβόλαιο θα όριζε, επίσης, την προθεσμία παράδοσης του έργου, καθώς και οτιδήποτε σχετικό με την εκτέλεσή του. Τέλος, η προκήρυξη προέβλεπε 10.000 δραχμών για τα έξοδα μεταφοράς του ολοκληρωμένου -κατά τμήματα- γύψινου ανδριάντα στην Ευρώπη, όπου θα γινόταν η χύτευσή του σε ορείχαλκο (Πηγή 16). Κάποιες εφημερίδες, παρερμηνεύοντας τη διατύπωση περί του ποσού των 10.000 δραχμών, το παρουσίασαν εσφαλμένα ως χρηματικό βραβείο για τον νικητή του διαγωνισμού (Πηγές 62, 63).

Επικρίσεις προκάλεσε η ανάμειξη της διαχειριστικής επιτροπής στην επιλογή των διαγωνιζόμενων έργων, καθώς ακύρωνε την καινοτομία της διεξαγωγής καλλιτεχνικού διαγωνισμού από διακεκριμένους ειδικούς στο εξωτερικό. Ώστε, αν και είχε διασφαλιστεί η αξιοκρατική διαδικασία κατά την τελική κρίση, η προεπιλογή των διαγωνιζομένων αποτελούσε παρέμβαση που επέτρεπε προσωπικές μεροληψίες, και μάλιστα από άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με την Τέχνη. Εκείνα, ωστόσο, θα επέλεγαν όσα έργα θεωρούσαν «άξια» να κριθούν από την καλλιτεχνική επιτροπή στο εξωτερικό. Στην εφημερίδα «Ακρόπολις» αναφέρεται εμφατικά: «Τι τα αποστέλλετε τότε εις την Ευρώπην, όταν υμείς έχετε το δικαίωμα να πετάξητε εκείνο όπερ ηθέλετε κρίνει άτεχνον; Ποιος εγγυάται ότι θα πετάξητε τα άτεχνα και ότι δεν θα απατηθήτε, ως μυριάκις μέχρι τούδε συνέβη; Είσθε υμείς οι στρατιωτικοί, οι μηχανικοί και οι βουλευταί διόλου εις κατάστασιν να εξενέγκητε και την ελαχίστην κρίσιν περί καλλιτεχνικού τινος έργου;». Έναν μήνα πριν είχε προκηρυχθεί και ο διαγωνισμός για τον ανδριάντα του Βύρωνα της Αθήνας, προκαλώντας ανάλογες επικρίσεις για τις συνθήκες διεξαγωγής των καλλιτεχνικών διαγωνισμών στην Ελλάδα. Αναφερόμενος και στα δύο μνημεία, ο αρθρογράφος τάσσεται κατά των διαγωνισμών και υποστηρίζει την απευθείας ανάθεση σε καταξιωμένους και βραβευμένους γλύπτες που δεν είχαν μέχρι τότε αναλάβει τη φιλοτέχνηση εθνικού μνημείου. Συγκεκριμένα, προτείνει τον Ιωάννη Βιτσάρη για τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη και τον Φιλιππότη για εκείνον του Βύρωνα (Πηγή 64).

Όπως και στην περίπτωση του Βύρωνα έτσι και στον διαγωνισμό για το πρόπλασμα του έφιππου Κολοκοτρώνη, η συμμετοχή των καλλιτεχνών ήταν περιορισμένη. Σύμφωνα με αθηναϊκό έντυπο, μία μέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων, είχαν κατατεθεί τέσσερις αιτήσεις, από το Μόναχο του Ι. Βιτάλη, από τη Σύρο του Γεώργιου Βιτάλη και από την Αθήνα των Γεώργιου Ξενάκη, Γεώργιου  Μπονάνου και Λάζαρου Φυτάλη (Πηγή 65). Σίγουρα η αναφορά αυτή δεν αποτυπώνει τον συνολικό αριθμό των υποψηφιοτήτων, καθώς δεν συμπεριλαμβάνει το όνομα του Λάζαρου Σώχου, το πρόπλασμα του οποίου βραβεύτηκε στη Ρώμη.


Ο καλλιτεχνικός διαγωνισμός στη Ρώμη

Αμέσως μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού, το 1888, αποφασίστηκε να αναλάβει την καλλιτεχνική κρίση των προπλασμάτων η Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Ρώμης (Πηγή 17). Μετά τις απαραίτητες ενέργειες της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη, ο ιταλός υπουργός Παιδείας και Καλών Τεχνών, Paolo Boselli, σύστησε την επιτροπή κρίσης, με πρόεδρο τον Giuseppe Fiorelli (1875-1896), γενικό διευθυντή των ιταλικών αρχαιοτήτων και των Καλών Τεχνών, και μέλη τρεις γλύπτες, έναν ζωγράφο και έναν αρχιτέκτονα (Πηγές 66, 67). Σε επιστολή του Α. Αυγερινού προς στον Μ. Παπαρρηγόπουλο σχετικά με την αναχώρηση των κιβωτίων με τα προπλάσματα περιέχονται πληροφορίες και επισημάνσεις προκειμένου να μεταφερθούν στους κριτές. Το τελικό έργο θα ήταν ορειχάλκινο, σε μέγεθος κατά 1/3 μεγαλύτερο το φυσικού, και θα τοποθετούνταν σε βάθρο από πεντελικό μάρμαρο, του οποίου οι αναλογίες και το σχέδιο θα αποφασίζονταν μετά την ολοκλήρωση του ανδριάντα. Αν η επιτροπή έκρινε κάποιο από τα διαγωνιζόμενα προπλάσματα άξιο να εκτελεστεί, ζητούσε τις παρατηρήσεις της για πιθανές βελτιώσεις. Σε ό,τι αφορά στην απεικόνιση του ήρωα, η οδηγία ήταν σαφής: να προσεγγίζει τις υπάρχουσες απεικονίσεις του. Επιπλέον, διατυπωνόταν η παράκληση, μετά την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας, να παραμείνουν τα προπλάσματα στη Ρώμη, μέχρι να αποφασιστεί τι θα γίνει με αυτά (Πηγή 20).

Περί τα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου του 1889, τα τέσσερα διαγωνιζόμενα προπλάσματα έφτασαν στη Ρώμη και μεταφέρθηκαν στην αίθουσα του μουσείου Villa Giulia, όπου επρόκειτο να εκτεθούν δημόσια. Παρουσία του έλληνα πρέσβη κατά το άνοιγμα των κιβωτίων από ειδικούς, και τα τέσσερα έργα βρέθηκαν σπασμένα σε πολλά κομμάτια. Η συγκόλληση των κομματιασμένων έργων ανατέθηκε στον ειδικό τεχνίτη Piernovelli, με προθεσμία ολοκλήρωσης τις 15 Μαΐου (Πηγές 66, 67). Η αποστολή φωτογραφιών των προπλασμάτων βοήθησε στην έγκαιρη και επιτυχή αποκατάσταση των εκτεταμένων φθορών, και ο διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 1889 με αδιαφιλονίκητη υπεροχή του υπ’ αριθμόν 1 έργου, που ανήκε στον Λάζαρο Σώχο (Πηγές 21, 23).

Με την ολοκλήρωση του έργου της, η επιτροπή κρίσης κατέθεσε εκτενή έκθεση στο ιταλικό υπουργείο Παιδείας (Πηγή 22), η μετάφραση της οποίας εστάλη στο ομόλογο υπουργείο της Ελλάδας. Σύμφωνα με τους κριτές, η διάκριση «επετεύχθη λίαν ευχερώς», καθώς μεταξύ των τεσσάρων, μόνο το υπ’ αριθμόν ένα «τυγχάνει της καταφανούς και αδιαφιλονικήτου υπεροχής» και με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Σε αυτό, ο Κολοκοτρώνης παριστάνεται «επί θυμοειδούς ίππου, ενώ διά του προς τα εμπρός τεταμένου ξίφους οδηγεί υπερηφάνως και ρίπτεται εις την μάχην». Το άλογο στηρίζεται στα πίσω πόδια έχοντας το κεφάλι ελαφρώς στραμμένο προς την άλλη πλευρά, έτσι ώστε να φαίνεται καλύτερα το πρόσωπο του πολεμιστή, στο οποίο αποτυπώνονται οι στρατιωτικές αρετές. Από άποψη καλλιτεχνικής ισορροπίας και για την επιτυχία του συνόλου, ο δημιουργός του προπλάσματος φαντάζεται κάτω από την κοιλιά του ίππου σωρό όπλων και θραυσμάτων πολεμικών ειδών, πάνω από τα οποία πηδά, διατηρώντας έτσι την ισορροπία του μνημείου. Αυτό, ωστόσο, αντίκειται στην αρμονική διαγραφή των γραμμών, ώστε υποδείκνυαν στον δημιουργό να αναζητήσει άλλο τρόπο, κατά την εκτέλεση, σύμφωνο με τους κανόνες της ισορροπίας. Θα αρκούσε, για παράδειγμα, η επιμήκυνση της ουράς του αλόγου μέχρι τη βάση, ως τρίτο στήριγμα στο σύνολο. Συστήνεται, επίσης, να παραστήσει παχύτερους του οπίσθιους μηρούς του ίππου και να επιμεληθεί περισσότερο το πρόσωπο του τιμώμενου, και ιδίως στις κνήμες. Ως προς άλλες λεπτομέρειες του έργου, η επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι του παρόντος να εκφράσει παρατηρήσεις, σημειώνοντας ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν επιτυχώς παρά μόνον από τον δημιουργό που συνέλαβε την ιδέα του έργου.

Παρόλο που, σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, η επιτροπή είχε το δικαίωμα να προτείνει τροποποιήσεις, οι κριτές τόνισαν ότι ήταν καλύτερο να αφεθεί ο καλλιτέχνης ελεύθερος να εκτιμήσει αν θα εφαρμόσει τις παρατηρήσεις. Εξέφρασαν, μάλιστα, τη βεβαιότητα ότι ο ταλαντούχος δημιουργός θα προχωρήσει από μόνος του σε βελτιώσεις κατά την εκτέλεση του έργου, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περιπτώσεις μεταφοράς των έργων. Τέλος, όλα τα μέλη δήλωναν διαθέσιμα στην περίπτωση που ο δημιουργός θελήσει να ακολουθήσει στις συμβουλές τους (Πηγή 23).

Πριν από τη διεξαγωγή του διαγωνισμού στη Ρώμη, η διαχειριστική επιτροπή είχε αρχίσει τη διερεύνηση για την επιλογή του καλύτερου εργαστηρίου χύτευσης. Με επιστολή του στον έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Ν. Δηλιγιάννη (1885-1893), ο Ανδρέας Αυγερινός του ζήτησε να συλλέξει πληροφορίες για τα εκεί εργαστήρια χύτευσης, προκειμένου να διερευνηθούν οι όροι μεταφοράς του ανδριάντα σε ορείχαλκο. Ο Δηλιγιάννης πρότεινε τα χυτήρια Thiébaut Frères (οδός Quessant 33) και Ferdinand Barbedienne (οδός Boulevard Poissonière 30), με τη σημείωση ότι στο πρώτο είχαν κατασκευαστεί οι περισσότεροι από τους πιο αξιόλογους ανδριάντες του Παρισιού (Πηγή 68, 69).

Επιπλέον, απόφαση της διαχειριστικής επιτροπής, εξαρχής, ήταν να παράσχει στον νικητή του διαγωνισμού τα υλικά μέσα να μεταβεί στην Ευρώπη και να εργαστεί υπό την άμεση εποπτεία αναγνωρισμένου καλλιτέχνη, στη βάση των υποδείξεων της επιτροπής αξιολόγησης. Το μέγεθος του ανδριάντα απαιτούσε κατά την εκτέλεσή του σε ορείχαλκο «τελείας σπουδής και ειδικής εργασίας» (Πηγή 20).


ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Τον Ιούνιο του 1889, ο Λάζαρος Σώχος αποδέχτηκε την επίσημη πρόταση για την εκτέλεση του μνημείου και υποσχέθηκε να εφαρμόσει τις υποδείξεις της καλλιτεχνικής επιτροπής. Δεν δέχτηκε, ωστόσο, την πρόταση να φιλοτεχνήσει το έργο στη Ρώμη, επικαλούμενος τις φοιτητικές υποχρεώσεις του στο Παρίσι αλλά και λόγους οικονομίας χρόνου και χρημάτων, καθώς η μετακόμιση σε μια άγνωστη για εκείνον πόλη θα προκαλούσε πρόσθετες δαπάνες διαμονής και οργάνωσης του εργαστηρίου του (Πηγή 70).  

Σε αχρονολόγητο και ανυπόγραφο έγγραφο με τίτλο «Όροι του συνταχθησομένου μεταξύ της διαχειριστικής επιτροπής και του κ. Λ. Σώχου συμβολαίου», αποτυπώνονται οι όροι του συμφωνητικού μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών (Πηγή 25). Αν και εμφανώς πρόκειται για προσχέδιο επιστολής ή συμβολαίου, το περιεχόμενο απαντητικής επιστολής του καλλιτέχνη προς τον Πρόεδρο της διαχειριστικής επιτροπής φαίνεται να συνομιλεί με αυτό. Στην επιστολή με ημερομηνία 19/31-5/1890, ο γλύπτης αναφέρεται στο σχέδιο του συμβολαίου που του είχε στείλει στις 2 Μαΐου 1890 ο Ανδρέας Αυγερινός, επί του οποίου προτείνει και υποστηρίζει κάποιες τροποποιήσεις, καλλιτεχνικής φύσης. Συγκεκριμένα, αρνείται να δεσμευτεί για το μέγεθος του τελικού προπλάσματος (κατά 1/3 μεγαλύτερο του φυσικού), και ζητά να είναι ελεύθερος να επιλέξει ανάλογα με την εντύπωση που το έργο θα έδινε μέσα στον χώρο. Σχετικά με τη διετή προθεσμία παράδοσης του έργου, επικαλούμενος τις ιδιαιτερότητες του πηλού και της διαδικασίας χύτευσης, υποστηρίζει ότι για τον καλλιτεχνικό κόσμο η διετία θεωρείται ανεπαρκής. Επιπλέον, σημειώνει ότι δεν είχε ακόμα παραλάβει το βραβευμένο πρόπλασμα, ώστε δεν ήταν δυνατόν να ξεκινήσει τη φιλοτέχνηση χωρίς υπόδειγμα (Πηγή 71).
Με αυτόν τον τρόπο, ο Σώχος απέφυγε να σχολιάσει την προτεινόμενη ρήτρα περί συνολικού τιμήματος αμοιβής και δαπάνης χύτευσης, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση παράδοσης του μνημείου εντός 18 μηνών, θα λάμβανε 28.000 χρυσά φράγκα, ενώ για κάθε επιπλέον μήνα εργασίας θα αφαιρούνταν 500 χρυσά φράγκα, έτσι που στη διετία το ποσό θα έπεφτε στα 25.000 χρυσά φράγκα. Ως προς τον τρόπο πληρωμής, οριζόταν μηνιαία καταβολή 300 χρυσών φράγκων και το υπόλοιπο του ποσού μετά την παράδοση του ανδριάντα. Τέλος, η διαχειριστική επιτροπή είχε το δικαίωμα της επίβλεψης του έργου σε όλη τη διάρκεια των εργασιών, μέσω καλλιτέχνη αναγνωρισμένης αξίας, και πριν από τη χύτευση το έργο θα κρινόταν από ειδικούς (Πηγή 25).


Η ΠΟΡΕΙΑ ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ

Το βραβευμένο πρόπλασμα, συσκευασμένο από έλληνα γλύπτη σε κιβώτιο, αναχώρησε με σιδηρόδρομο από τη Ρώμη στις αρχές Ιουλίου 1890 (Πηγή 72). Κατά την άφιξή του στο Παρίσι, το κιβώτιο παρέμεινε στο ελληνικό Προξενείο μέχρι την ημέρα υπογραφής του συμβολαίου με τον γλύπτη, στις 7/19 Αυγούστου 1890, διαδικασία που καθυστέρησε εξαιτίας της αντικατάστασης του υποπρόξενου (Πηγές 24, 72, 73).

Σύμφωνα με τον δημιουργό, τον πρώτο χρόνο αναλώθηκε στην προπαρασκευαστική μελέτη του ανδριάντα και τα δύο επόμενα εργάστηκε για την εκτέλεση του μεγάλου προπλάσματος, για το οποίο σημειώνει ότι θα εκτελούνταν ταχύτερα, αν το ποσό της αμοιβής του του επέτρεπε να πληρώσει βοηθό (Πηγή 74). Η παραπάνω αναφορά γίνεται το 1894, σε μια δύσκολη συγκυρία για τα οικονομικά της διαχειριστικής επιτροπής και τον σκοπό της (βλ. παρακάτω).


Η μελέτη των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών και της περιβολής του Κολοκοτρώνη

Από τις πρώτες μέριμνες του Σώχου ήταν συγκέντρωση ρουχισμού και οπλισμού της εποχής του ήρωα, όπως αναδεικνύεται από τις συχνές αναφορές στις επιστολές του. Πριν ακόμα υπογράψει το συμβόλαιο, ζήτησε να του σταλούν είδη που να προσομοιάζουν με την περιβολή του Κολοκοτρώνη: περικεφαλαία, επωμίδες, μία φέρμελη, σταυρωτό μεϊντάνι, φουστανέλα, πουτούρι (ή ποτούρι, χονδρικά βράκα), ντουλαμά (αστικό πανωφόρι, ανοιχτό μπροστά, έδενε με ζώνη και ολοκλήρωνε τη φορεσιά του φουστανελοφόρου), όπλα, σπάθα, πιστόλια και χαντζάρι, σελάχι με τα εξαρτήματά του, τουζουλούκια (τουσλούκια= σειρά από χρυσές αλυσίδες που κρέμονταν από τους ώμους σε σχήμα τετραγώνου ή τριγώνου), μία σιάρκα (κάπα για επιπλέον προστασία από της καιρικές συνθήκες), αναβολέα, ηνία και άλλα μέρη της ιπποσκευής (Ενδεικτικά, Πηγή 75). Οι αποδέκτες του αιτήματος βρέθηκαν τότε αντιμέτωποι με μια διαχρονική πραγματικότητα˙ σχεδόν 80 χρόνια μετά το 1821 ήταν δύσκολο να βρεθούν όσα ζητούσε ο γλύπτης. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Επ. Κωτσονόπουλου σχετικά με τα υποδήματα της εποχής του Αγώνα: «μοι φαίνεται θα έφερε τσαρούχια». Με ανακούφιση φαίνεται να δέχτηκαν οι υπεύθυνοι την άφιξη του Σώχου στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1891, με έξοδα που κάλυψε η επιτροπή (Πηγές 75-77).

Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, μελέτησε ιδιαιτέρως το εκμαγείο της εκ του φυσικού προσωπίδας του Κολοκοτρώνη, την οποία είχε επανειλημμένως ζητήσει (ενδεικτικά, Πηγή 78). Για την απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του ήρωα μελέτησε, επίσης, μορφές συγγενικών του προσώπων, και συνέλεξε φωτογραφίες, ανάγλυφα και άλλες απεικονίσεις του. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, φιλοτέχνησε προτομή του Κολοκοτρώνη, την οποία έστειλε στην επιτροπή για να αξιολογηθεί ο βαθμός ομοιότητας με το τιμώμενο πρόσωπο (Πηγή 79).


Οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις και η απόφαση για την περικεφαλαία

Ο Σώχος διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον δήμαρχο Ναυπλίου και τα μέλη της επιτροπής, στους οποίους έστελνε φωτογραφίες από κάθε φάση του έργου, βάσει των οποίων διατυπώνονταν παρατηρήσεις και υποδείξεις, που άλλοτε τις αποδεχόταν και άλλοτε τις ανασκεύαζε με καλλιτεχνικά επιχειρήματα. Δυστυχώς, καμία από αυτές τις φωτογραφίες δεν εντοπίστηκε στους φακέλους των ΓΑΚ Ν. Αργολίδας. Η πλέον ενδιαφέρουσα παρατήρηση για τη σημασία των συμβολισμών στην ηρωική ανδριαντοποιία αφορούσε στο δεξί χέρι του ήρωα. Η επιτροπή ζήτησε την ανύψωσή του, έτσι που να δείχνει «αντικείμενον μεμακρυσμένον και υψηλόν», και ο γλύπτης την αποδέχτηκε, διαβεβαιώνοντας ότι συναισθάνεται την ευθύνη που έχει για την επιτυχία του έργου (Πηγές 80, 81).

Την επιθυμία του να αποδοθεί το κεφάλι του ήρωα χωρίς περικεφαλαία, διατύπωσε εύσχημα ο Σώχος με το εξής ερώτημα προς τον πρόεδρο της διαχειριστικής επιτροπής: «Αλλά δεν σας φαίνεται ότι η κεφαλή θα ήτο ωραιοτέρα ασκεπής;» Σημείωσε ότι, αν και ο Κολοκοτρώνης «έφερε και περικεφαλαίαν», δεν ήταν υποχρεωμένοι να τον παραστήσουν έτσι, «διότι η περικεφαλαία δεν είναι κάλυμμα φουστανελοφόρου και δεν απεικονίζει την εποχή του αγώνος», ώστε για τον ανδριάντα «είναι όλως ελαττωματική» και «προξενεί κακόγουστον αναχρονισμόν που βλάπτει το σύνολον της παραστάσεως». Προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση του, επικαλέστηκε τη σύμφωνη γνώμη του δασκάλου του και άλλων καλλιτεχνών, που αποδοκίμαζαν το κάλυμμα, ιδίως το γείσο, που θα κάλυπτε το «πλήρους ενεργείας και ευφυίας» μέτωπο του ήρωα. Αντιπρότεινε, μάλιστα, να χρησιμοποιηθεί η περικεφαλαία στην απεικόνιση του ήρωα στα ανάγλυφα που επρόκειτο να κοσμήσουν τη βάση του μνημείου. Η πρώτη εντοπισμένη αρνητική αντίδραση ήρθε από τον δήμαρχο Ναυπλίου. Σε επιστολή που στέλνει στον Α. Αυγερινό από το Παρίσι, μετά την επίσκεψή του στο εργαστήριο του Σώχου, ενημερώνει ότι ο γλύπτης έκανε τις διορθώσεις που υπέδειξε η επιτροπή και το έργο προχωρά ικανοποιητικά. Σε υστερόγραφο σχολιάζει την πρόταση για την περικεφαλαία με τη φράση:

«Υποθέτω ότι δεν θα κάμη εν Ελλάδι καλήν εντύπωσιν» (Πηγές 79, 82, 83).


Οι οικονομικές δυσχέρειες και η καθυστέρηση ολοκλήρωσης του ανδριάντα

Τον Ιούλιο του 1892, ο Σώχος ενημερώνει τον πρόεδρο της επιτροπής ότι έχει να λάβει χρήματα από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, ώστε αναγκάζεται να δανείζεται για την εξακολούθηση της εργασίας του. Η διερεύνηση του θέματος αποκάλυψε κατάχρηση της τριμηνιαίας χρηματικής δόσης του γλύπτη, ύψους 1.200 φράγκων. Καταχραστής ήταν ο Γραμματέας του ελληνικού Προξενείου στο Παρίσι, Ιωάννης Γεωργαντόπουλος, που είχε πλαστογραφήσει την απόδειξη παραλαβής της δόσης και δραπέτευσε μόλις τον υποπτεύθηκαν (Πηγές 84, 85). Η δίκαιη απαίτηση του Σώχου για την καταβολή των χρημάτων συνέπεσε, ωστόσο, με την άνοδο της τιμής του χρυσού και τη συνακόλουθη αύξηση της νομισματικής διαφοράς, γεγονός που είχε προκαλέσει την ανησυχία της διαχειριστικής επιτροπής για την επάρκεια των αποταμιευμένων κεφαλαίων. Τον Νοέμβριο του 1891, το συνολικό ποσό από τις συνδρομές ήταν 46.000 δραχμές. Ο δήμαρχος Ναυπλίου διατύπωσε, τότε, τον φόβο ότι η νομισματική διαφορά θα εξαντλήσει το κεφάλαιο και θα προκύψει χρηματική δυσχέρεια για την κατασκευή του βάθρου για τον ανδριάντα. Οι προσπάθειες αναζήτησης συνδρομών από την ομογένεια έμειναν, τότε, άκαρπες (Πηγή 86). Η πτώχευση του κράτους το 1893 δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Τον Μάρτιο του 1894 κατατέθηκαν στην Comptoir National D' Escompte του Παρισιού 14.026,30 φράγκα, ποσό προορισμένο για την πληρωμή του εργαστηρίου Thiébaut. Σε συνεργασία με τον διευθυντή του γαλλικού χρηματιστηριακού οίκου, Αντώνιο Βλαστό, η επιτροπή αποφάσισε να πληρωθεί το χυτήριο απευθείας από την τράπεζα και όχι από τον γλύπτη, που βάσει συμβολαίου οριζόταν υπεύθυνος (Πηγή 87). Για τον Σώχο, φαίνεται πως η αλλαγή αυτή ανέτρεπε τα οικονομικά του. Χρωστούσε 1.500 φράγκα για τη μετατροπή του προπλάσματος σε γύψο και τα χρήματα της κατάχρησης δεν του είχαν δοθεί ακόμα (Πηγή 74). Από το περιεχόμενο των επιστολών των εμπλεκομένων, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι διαχειριστικές κινήσεις σκοπό είχαν να διασφαλιστεί η ολοκλήρωση του μνημείου και να καλυφθούν τα έξοδα των εγκαινίων του. Η εξόφληση του Σώχου δεν ήταν σίγουρα προτεραιότητα. Μετά τον θάνατο του Α. Αυγερινού, όταν ο ανδριάντας βρισκόταν ήδη στο Ναύπλιο, ο γλύπτης ενημέρωσε τον Επ. Κωτσονόπουλο ότι η επιτροπή του καθυστερεί αρκετά μεγάλο ποσό, οφειλή που επιφυλασσόταν να διεκδικήσει (Πηγή 88).


Η παραγγελία των ιστορικών ανάγλυφων

Για την πρόσθετη εργασία των ανάγλυφων, ο Σώχος ζήτησε αμοιβή, καθώς και τη δέσμευση της επιτροπής για την ανάληψη των εξόδων μεταφοράς των παραστάσεων σε ορείχαλκο (Πηγή 30). Ξεκίνησε να δουλεύει το πρώτο τον Δεκέμβριο του 1894, σε διαστάσεις φυσικού μεγέθους, μήκους περίπου 1,97μ και ύψους 1,20μ., το οποίο ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του 1895.  Στην επικοινωνία του με την επιτροπή κατέγραφε αναλυτικές υποδείξεις για το βάθρο και την τοποθέτηση των ανάγλυφων πάνω σε αυτό, και με κάθε ευκαιρία επισήμαινε την πολύμηνη εργασία που απαιτούνταν για τις ιστορικές παραστάσεις (Πηγές 27, 31, 34).


Η κοσμοσυρροή στο Ναύπλιο. Λίγες μέρες μακριά «από την πλήξιν και τον μονότονον βίον».  

Χάριν των πάνδημων εορτασμών, το δημοτικό συμβούλιο Ναυπλίου ψήφισε έκτακτες πιστώσεις για την αναμόρφωση της πόλης. Τα δημοτικά έργα περατώθηκαν λίγο πριν από την ημέρα των αποκαλυπτηρίων. 50 φανοί ασετιλίνης εγκαταστάθηκαν από τον μηχανικό Αριστ. Τσάκωνα αντί 5.500 στις πλατείες Θ. Κολοκοτρώνη, τριών Ναυάρχων, Συντάγματος, μπροστά στον ναό του Αγ. Νικολάου και στην κεντρική οδό της πόλης. Για την έγκαιρη εγκατάσταση των λαμπτήρων, τα συνεργεία εργάζονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ (Πηγές 89, 90).

Εκτός από τη βασιλική εξέδρα, στον χώρο του μνημείου επιχειρηματίες κατασκεύασαν και άλλες, μία πολυτελή και μία με φθηνότερο αντίτιμο, συνολικής χωρητικότητας 1.000 θέσεων. Το πωλητήριο εισιτηρίων βρισκόταν στο εμπορικό κατάστημα του Κ. Νικολόπουλου στο Ναύπλιο και στην Αθήνα στο εμπορικό κατάστημα των αδελφών Οικονομίδη, στην οδό Ευαγγελιστρίας. Η Εταιρεία Σιδηροδρόμων ανακοίνωσε έκπτωση 50% για τη μετάβαση στο Ναύπλιο κατά τις 22 και 23 Απριλίου. Η προσφορά ίσχυε και για την επιστροφή προς όλες τις κατευθύνσεις για τέσσερις μέρες μετά. Το αναμενόμενο πλήθος γέννησε προβληματισμούς για την επάρκεια των κλινών και την ασφάλεια του κόσμου. Με αίτημα του Νομάρχη, η τοπική αστυνομική δύναμη ενισχύθηκε με 25 αστυφύλακες από την Αθήνα και 40 χωροφύλακες και εύζωνους (Πηγές 91, 92). Οι κάτοικοι της πόλης δέχτηκαν πολυάριθμα τηλεγραφήματα και επιστολές για την εξασφάλιση διαμονής. Στην πλατεία Συντάγματος, κάτω από την οικία του Σωτ. Βίγκα, εγκαταστάθηκε γραφείο πληροφοριών, υπό τη διεύθυνση του δικηγόρου Χρ. Αναγνωστόπουλου. Mε την προϋπόθεση επταήμερης διαμονής, οι τιμές για κάθε κλίνη κυμαίνονταν από 10 έως 15 δραχμές. Όλα τα δημόσια κτήρια μετατράπηκαν σε ξενοδοχεία. Λίγο πριν από την ημέρα των αποκαλυπτηρίων εμφανίστηκαν στον Τύπο αποτρεπτικά δημοσιεύματα (Πηγές 93, 94). Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας σιδηροδρόμου Π.Α.Π., περισσότεροι από 20.000 επισκέπτες μετακινήθηκαν στο Ναύπλιο από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και την Αθήνα (3.900 από την Αθήνα, 6.000 από το Άργος και συνολικά 11.500 από Πάτρα, Αίγιο, Πύργο, Κόρινθο, Τρίπολη και Καλαμάτα) (Πηγή 95).

Τη μέρα των αποκαλυπτηρίων, μύρτα και δάφνες είχαν στρωθεί στους δρόμους και κάλυπταν τους σημαιοστολισμένους εξώστες. Στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος είχε στηθεί ιστός ύψους 15 μ., από την κορυφή του οποίου μέχρι τους εξώστες των γύρω σπιτιών είχαν δεθεί σημαίες, σχηματίζοντας μια τεράστια ομπρέλα. Στην πλατεία των Τριών Ναυάρχων, οβελίσκος από λευκό και κυανό ύφασμα, στήριζε μεγάλη σημαία στην κορυφή. Τα δημόσια κτίρια, κυρίως οι στρατώνες του Πεζικού και του Οπλοστασίου, ο προμαχώνας της πλατείας Κολοκοτρώνη αλλά και ο σιδηροδρομικός σταθμός, είχαν σημαιοστολιστεί. Οι τέσσερις μεγάλες δαφνοστόλιστες εξέδρες είχαν μετατρέψει την πλατεία σε μικρό στάδιο. Ο ανδριάντας περίμενε καλυμμένος με ελληνική σημαία (Πηγή 96). Δίπλα στην υπέρλαμπρη φορεσιά της πόλης, αποτυπώθηκαν στον Τύπο και ρεαλιστικές εικόνες. Η μεγάλη έλλειψη τροφίμων προκάλεσε παράπονα. Κάποιοι ήρθαν εφοδιασμένοι με τηγανιτούς κεφτέδες, κρύα κοτόπουλα και άλλα τρόφιμα (Πηγή 97).

Νωρίς το πρωί έφτασε στο λιμάνι το πλοίο «Αμφιτρίτη» με τη βασιλική οικογένεια. Μισή ώρα μετά έφτασαν με το «Μυκάλη» ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του, ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης και οι υπουργοί Ναυτικών και Δικαιοσύνης, το επιτελείο του στόλου, ανώτεροι υπάλληλοι των υπουργείων, οι πρόξενοι της Αυστρίας (Ι. Ιατρού) και της Ιταλίας (Κ. Κόκκινος) με τις συζύγους τους. Αργότερα κατέπλευσαν τα «Ψαρά». Το λιμάνι δημιουργούσε εντυπωσιακό θέμα με τα σημαιοστόλιστα πολεμικά πλοία. Δέκα κανονιοβολισμοί από τον στόλο, και ακολούθως ισάριθμοι από τις δύο πυροβολαρχίες, άλλοι τόσοι από τα υπόλοιπα πλοία, πλαισίωσαν την αποβίβαση της βασιλικής οικογένειας στην αποβάθρα. Υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής Ναυπλίου το συγκεντρωμένο πλήθος υποδέχτηκε με ζητωκραυγές τη βασιλική οικογένεια. Πρώτος αποβιβάστηκε ο Γεώργιος Α΄ και κατόπιν ο Κωνσταντίνος, η βασίλισσα Όλγα, η πριγκίπισσα Σοφία και οι πρίγκιπες Νικόλαος, Ανδρέας και Χριστόφορος. Μετά την προσφώνηση από τον δήμαρχο, οι επίσημοι μετέβησαν πεζή στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου τελέστηκε δοξολογία προς τιμήν του βασιλιά. Ακολούθησε η επίσημη παρουσίαση των αρχών στο κτήριο της Νομαρχίας και το μεσημέρι η βασιλική οικογένεια γευμάτισε στην «Αμφιτρίτη» (Πηγές 56, 57).


Συντήρηση και αποκατάσταση του μνημείου, 2013-2014

Οι ρηγματώσεις στο μαρμάρινο βάθρο και, κυρίως, ο εντοπισμός μικρής μετακίνησης του ανδριάντα από αυτό (ίσως από σεισμό), σε συνδυασμό με την οξείδωση των μεταλλικών συνδέσμων στήριξης του ογκώδους ορειχάλκινου γλυπτού στο βάθρο, προκάλεσαν την ανησυχία της τοπικής κοινωνίας και των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, και τη μέριμνα για την άμεση έναρξη στερεωτικών εργασιών στο μνημείο (Πηγή 98). Για τη συντήρηση και αποκατάσταση του βάθρου χρειάστηκε η αποκαθήλωση του έφιππου ανδριάντα, προκειμένου να διερευνηθεί η κατάσταση και να συνταχθεί σχετική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεώτερων Μνημείων του υπουργείου και εγκρίθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2013. Βάσει αυτής, εγκρίθηκαν οι εργασίες συντήρησης του βάθρου, υπό την αρμοδιότητα της παραπάνω Διεύθυνσης και της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδας (14/1/2014) (Πηγές 99-102).

Το κόστος των τεχνικών εργασιών και των υποδομών υποστήριξής τους ανήλθε στα 425.152,25 ευρώ, ποσό που βάρυνε τις πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Πολιτισμού μεταξύ 2013-2014 (Πηγή 103). Η επανατοποθέτηση του μνημείου πραγματοποιήθηκε αρχές Μαΐου του 2014, υπό την επίβλεψη του μηχανικού Γεώργιου Μπινιάρη (Πηγή 104).


 

ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ

 

«ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ» <έφιππος ανδριάντας Θεόδ. Κολοκοτρώνη>, Ιστορικό Αρχείο ΕΡΤ, Συλλογή Πέτρου Πουλίδη, κωδ. τεκμηρίου: 0000002140/1.1.21.42, χρονολογία λήψης (κατά προσέγγιση): 01/01/1927 – 31/12/1927, στο https://archive.ert.gr/?s=0000002140 (τελευταία ενημέρωση: 23/9/2009 – ανάκτηση: 18/8/2019).


 

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ / ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  1. Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία – τυπολογία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2011, σ. 118-119.
  2. Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 67-68.
  3. Απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΔΝΠΚ/191059/102332/1484, 16/10/2013 (ΑΔΑ: ΒΛΓΕΓ-ΚΗΖ).
  4. εφ. Ανεξαρτησία (Ναύπλιο), αρ. φ. 245, 1/12/1877, σ. 3-4.
  5. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2020, σ.138-142.
  6. Δρούλια Έλλη, «Από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Η μεταφορά της πρωτεύουσας», Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII. 150 χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου -8 Απριλίου 1862, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Ναύπλιο, 12-14 Οκτωβρίου 2012, επιστ. επιμέλεια: Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, Μαρία Βελιώτη-Γεωργοπούλου, Ναύπλιο 2013, σ. 240.
  7. Δημητρόπουλος Δημήτρης, «Ο “Γέρος του Μοριά”: κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του έθνους» στο “Η ματιά των άλλων”. Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος-20ος), επιμέλεια Κατερίνα Δέδε-Δημήτρης Δημητρόπουλος, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / ΕΙΕ, Αθήνα 2012, σ. 69-76.
  8. Αρχείο Δήμου Αθηναίων, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, Πράξη 19/13-8-1879, Βιβλίο 12, σ. 254.
  9. εφ. Αιών, αρ. φ. 4596, 4/10/1884, σ. 3.
  10. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 270, 26/9/1884, σ. 1-2.
  11. Πρακτικά Συγκλήτου Πανεπιστημίου Αθηνών 1883-1886, τόμος 14, Συν. Β΄, 13 Οκτωβρίου 1884, σ. 123, προσβάσιμο στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/1529#fields
  12. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1886/Ψ38, Τελεταί διάφοραι, πανηγύρεις και διαγωνίσματα, 14/11/1886.
  13. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1886/Ψ38, ό.π., 20/11/1886.
  14. εφ. Άργος (Άργος), αρ. φ. 55, 24/4/1888, σ. 1-2.
  15. εφ. Ακρόπολις, αρ. φ. 2152, 8/5/1888, σ. 3.
  16. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 132, 11/5/1888, σ. 2.
  17. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 133, 12/5/1888, σ. 2.
  18. εφ. Αιών, αρ. φ. 5238, 12/5/1888, σ. 4.
  19. εφ. Άργος (Άργος), αρ. φ. 56, 12/6/1888, σ. 1.
  20. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1889/Ψ38, Επιστολή Ανδρέα Αυγερινού προς Μιχαήλ Παπαρρηγόπουλο, 13/3/1889.
  21. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 134, 14/5/1889, σ. 3.
  22. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Μιχαήλ Παπαρρηγόπουλου προς Ανδρέα Αυγερινό, 17/29-5-1889.
  23. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1889/Ψ38, 26/5/1889.
  24. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Ιωάννη Γεωργαντόπουλου προς Ανδρέα Αυγερινό, 7/19-8-1890.
  25. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, «Όροι του συνταχθησομένου μεταξύ της διαχειριστικής επιτροπής και του κ. Λ. Σώχου συμβολαίου», χ.χ.
  26. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 6/18-3-1894.
  27. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Μπένση προς Αυγερινό, Παρίσι, 20/2/1895.
  28. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Αν. Αυγερινό, 7/19-6-1894.
  29. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Αν. Αυγερινό, 18/30-7-1894.
  30. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Αν. Αυγερινό, 10/22-10-1894.
  31. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 18/30-12-1894.
  32. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1895/Ψ38, Επιστολή Μπνέση προς Αυγερινό, Παρίσι, 5/8/1895.
  33. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 8/20-8-1894.
  34. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1895/Ψ38, Επιστολή Μπένση προς Αυγερινό, 25/6/1895.
  35. «Περί χορηγήσεως αδείας εις επιτροπήν προς συλλογήν εράνων υπέρ της αγοράς των εν Παρισίοις κατασκευασθέντων αναγλύφων του ανδριάντος του Θ. Κολοκοτρώνη», ΦΕΚ Α΄, 150, 20/6/1900.
  36. εφ. Σκριπ, αρ.φ. 26, 28/9/1895, σ. 2.
  37. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 4897, 28/9/1895, σ. 3.
  38. εφ. Πρόνοια (Πειραιάς), αρ.φ. 2736, 28/9/1895, σ. 2-3.
  39. εφ. Σκριπ, αρ.φ. 27, 29/9/1895, σ. 3.
  40. εφ. Σκριπ, αρ.φ. 25, 27/9/1895, σ. 3.
  41. εφ. Το Άστυ, αρ.φ. 1748, 1/10/1895, σ. 2.
  42. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 277, 4/10/1895, σ. 2.
  43. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1896/Ψ38, Έγγραφο αίτημα του δημάρχου Ναυπλιέων προς τη Διεύθυνση Οπλοστασίου Ναυπλίας, 15/10/1895.
  44. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1896/Ψ38, Ψήφισμα Δημοτικού Συμβουλίου, 11/2/1896.
  45. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1896/Ψ38, Επιστολή Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη προς δήμαρχο Ναυπλιέων, 24/2/1896.
  46. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1896/Ψ38, Επιστολή Επ. Κωτσονόπουλου προς Τιμολέοντα Φιλήμονα, 28/4/1896.
  47. Δημόπουλος Θεοδόσιος, Σπ., Ιστορία του Ναυπλίου, εισαγωγή-επιμέλεια: Γιώργος Ρούβαλης, τόμος Β΄, έκδ. Δήμου Ναυπλιέων, σ. 359-361.
  48. εφ. Σκριπ, αρ.φ. 1683, 27/4/1900, σ. 2.
  49. Μπάμπης Αντωνιάδης, «Μικροϊστορία Ναυπλίου: Πάρκο Κολοκοτρώνη», ιστ. ΠΑΛΑΜΠΟΥΡΤΖ, προσβάσιμο στο https://www.palabourtzi.gr/2020/04/blog-post_7.html  (ανάρτηση: Φεβρουάριος 2020 -ανάκτηση: 20/5/2020
  50. «Περί συστάσεως επιτροπής προς συλλογήν εράνων διά τας εορτάς των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος Κολοκοτρώνη εν Ναυπλίω», ΦΕΚ Α΄, 62, 21/3/1900.
  51. Νίκη Μαρωνίτη, Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα, 1880-1910, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2009, κυρίως, σ. 199-235, 266-297.
  52. εφ. Το Άστυ, φ. 3746, 15/4/1901, σ. 1.
  53. Πρόγραμμα εορτασμών για τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Θ. Κολοκοτρώνη, φωτ. αρχείο "Απόπειρα" Ναυπλίου.
  54. εφ. Σκριπ, φ. 2028, 11/4/1901, σ. 3.
  55. εφ. Το Άστυ, φ. 3748, 17/4/1901, σ. 1.
  56. εφ. Ακρόπολις, φ. 6878, 24/4/1901, σ. 2.
  57. εφ. Καιροί, αρ.φ. 4450, 24/4/1901, σ. 2.
  58. Επαμεινώνδα Μ. Κωτσονόπουλου, Λόγος πανηγυρικός εκφωνηθείς κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του στρατάρχου της Ελλάδος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, τελεσθέντα υπό της Α.Μ. του βασιλέως της Ελλάδος τη 23 Απριλίου 1901, Αθήνα 1901, προσβάσιμο στο https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/7/e/f/metadata-1326785375-534118-6624.tkl
  59. εφ. Ερμής, αρ.φ. 25, 29/4/1901, σ. 2-3.
  60. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1843/Ω50, α΄ τελετές, 25/2/1843.
  61. Δημητρόπουλος Δημήτρης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, εφ. Τα Νέα, Αθήνα 2009, σ. 94-105.
  62. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 2154, 10/5/1888, σ. 2.
  63. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 131, 10/5/1888, σ. 2.
  64. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 2156, 12/5/1888, σ. 2-3.
  65. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 152, 31/5/1888, σ. 2.
  66. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 112, 22/4/1889, σ. 2.
  67. εφ. Εφημερίς, αρ.φ. 125, 5/5/1889, σ. 2.
  68. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1889/Ψ38, Επιστολή Α. Αυγερινού προς Ν. Δηλιγιάννη, 13/3/1889.
  69. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, φακ. 1889/Ψ38, Επιστολή Ν. Δηλιγιάννη προς Α. Αυγερινού, 19/4-1/5/1889.
  70. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1889/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 16/28-6-1889.
  71. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 19/31-5/1890.
  72. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, 25-7/6-8/1890.
  73. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Αναστάσιο Θεοφιλά, 14/26-8/1890.
  74. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 23-5/4-6-1894.
  75. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Επ. Κωτσονόπουλου προς ˂Α. Αυγερινό>, 9/6/1890.
  76. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Επ. Κωτσονόπουλου προς Αν. Θεοφιλά, 24/1/1891.
  77. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή ˂ανεξακρίβωτο> προς Ι. Γεωργαντόπουλο, 3/15-12-1890.
  78. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Αν. Θεοφυλά προς Λ.Σώχο, 14/26-8/1890.
  79. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 14/26-7-1892.
  80. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή ˂Α. Αυγερινού˃ [μάλλον, σχέδιο] προς Λ. Σώχο, 16/28-3-1892.
  81. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 2/14-4-1892.
  82. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 31-6/19-7-1892.
  83. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Επ. Κωτσονόπουλου προς Α. Αυγερινό, Παρίσι, 10/8/1892.
  84. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 12/7/1892.
  85. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Α. Αυγερινό, 9/28-12-1892.
  86. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Επ. Κωτσονόπουλου προς ˂Α. Αυγερινό˃, 19/11/1891.
  87. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1894/Ψ38, Επιστολή Αντ. Βλαστού προς Α. Αυγερινό, Παρίσι, 15/3/1894.
  88. ΓΑΚ Ν. Αργολίδας, 1896/Ψ38, Επιστολή Λ. Σώχου προς Επ. Κωτσονόπουλο, χ.χ.
  89. εφ. Το Άστυ, αρ.φ. 3747, 16/4/1901, σ. 2.
  90. εφ. Καιροί, αρ.φ. 4448, 22/4/1901, σ. 1.
  91. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 6872, 18/4/1901, σ. 3.
  92. εφ. Σκριπ, αρ.φ. 2038, 21/4/1901, σ. 2.
  93. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 6873, 19/4/1901, σ. 3.
  94. εφ. Ακρόπολις, αρ.φ. 6874, 20/4/1901, σ. 3.
  95. εφ. Το Άστυ, αρ.φ. 3758, 27/4/1901, σ. 3.
  96. εφ. Καιροί, αρ.φ. 4449, 23/4/1901, σ. 2.
  97. εφ. Πρωΐα, αρ.φ. 1700, 24/4/1901, σ. 2.
  98. «“Σπαζοκεφαλιά” η αποκατάσταση του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο», εφ, Τα Νέα Online, στο https://www.tanea.gr/2013/09/27/greece/spazokefalia-i-apokatastasi-toy-andrianta-toy-kolokotrwni-sto-nayplio/ (ανάρτηση: 27/9/2013 -ανάκτηση: 3/10/2020).
  99. Απόφαση ΥΠΠΟ.Α/ΥΝΕΜΤΕΔΕ/Φ04-β/4462, 13/09/2013 (ΑΔΑ: ΒΛ9ΞΓ-775).
  100. Απόφαση ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΑΝΣΜ/189779/26616/2348, 15/10/2013 (ΑΔΑ: ΒΛΛ1Γ-ΘΦΒ).
  101. Απόφαση ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΑΝΣΜ/250555/34287/3040, 19/13/2013 (ΑΔΑ: ΒΛΓ1Γ-ΛΜ2).
  102. Απόφαση ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΣΑΝΜ/8258/4964/188, 14/01/2014 (ΑΔΑ: ΒΙΨΟΓ-ΙΤΑ).
  103. Εγκρίσεις ποσών με απευθείας ανάθεση (ΑΔΑ).
  104. «Το άγαλμα του Θ.Κολοκοτρώνη επανατοποθετήθηκε στο Ναύπλιο (βίντεο)», ιστ. Αργολικές ειδήσεις, στο https://www.argolikeseidhseis.gr/2014/05/blog-post_4993.html (ανάρτηση: 2/5/2014 -ανάκτηση: 3/10/2020). 

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

  • Τότσικας Αλέξης, «Οι έφιπποι ανδριάντες του Κολοκοτρώνη – Η υπαίθρια γλυπτική», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, στο https://argolikivivliothiki.gr/2013/11/04/the-statue-of-kolokotronis/ (ανάρτηση: 4/11/2013 - ανάκτηση: 18/3/2018).
  • «Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;» (Γιάννης Καρλόπουλος), ιστολόγιο PROPAGANDA, στο http://popaganda.gr/stratige-ti-zitouses-sti-larisa-si-enas-idreos/ (ανάρτηση: 5/11/2014-ανάκτηση: 18/3/2018)

 

end faq