Γεννήθηκε το 1834 στην Τρίπολη της Αρκαδίας από βαυαρό πατέρα και ελληνίδα μητέρα. Ο πατέρας του, Karl von Dörsch, ήταν στρατιωτικός μουσικός και κατασκευαστής μουσικών πνευστών οργάνων, και η μητέρα του κόρη της σπετσιώτικης οικογένειας Μέξη.
Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα από το 1848/9 και για επτά χρόνια, με καθηγητή τον Christian Siegel. Κατά την περίοδο των σπουδών του εξελλήνισε το όνομά του σε Τόρσης ή Τέρσης, και μεταγενέστερα το άλλαξε σε Δρόσης. Το 1856 πήγε στο Μόναχο με κρατική υποτροφία, όπου σπούδασε τέσσερα χρόνια κοντά στον κλασικιστή Max Windmann. Έξι μήνες μετά, πήρε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό της ανώτερης τάξης για το έργο του Δαυίδ. Στο Μόναχο, η γνωριμία και η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον έλληνα βαρώνο Σίμωνα Σίνα του εξασφάλισε την οικονομική στήριξη για τη συνέχιση των σπουδών του σε πόλεις της Ευρώπης. Μεταξύ 1859 και 1860 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Δρέσδης δίπλα στον Ernst Hannel. Ακολούθως ταξίδεψε σε Βιέννη, Παρίσι, Λονδίνο και, τέλος, στη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήρι με πολλούς μαθητές. Το 1868 επέστρεψε στην Ελλάδα αποδεχόμενος τον διορισμό του στο Πολυτεχνείο, όπου αντικατέστησε τον Κοσμά Απέργη στο μάθημα της Πλαστικής και τον Γεώργιο Φυτάλη σε εκείνο της Γλυπτικής. Έμεινε στη θέση του μέχρι τον θάνατό του. Πέθανε από άσθμα στις 6 Δεκεμβρίου 1882, σε ηλικία 48 ετών, ενώ βρισκόταν στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου διατηρούσε εργαστήρι γλυπτικής τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δίπλα του μαθήτευσαν γνωστοί έλληνες γλύπτες, όπως οι Γιαννούλης Χαλεπάς, Γεώργιος Μπονάνος, Λάζαρος Σώχος, Ιωάννης Καρακατσάνης, Κοσμάς Ξενάκης, Γεώργιος Ιακωβίδης κ.ά. Ενθουσιώδης χαρακτήρας, άρχιζε τα έργα του δουλεύοντας εντατικά, αλλά πολύ σύντομα έπρεπε να πιέσει τον εαυτό του να συνεχίσει και να τα ολοκληρώσει. Αναλάμβανε ταυτοχρόνως πολλά έργα, ώστε δεν κατόρθωνε να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις του. Λόγω αυτής του της φύσης αλλά και το πρώιμου θανάτου του, πολλά έργα του ολοκληρώθηκαν από μαθητές του.
Επηρεασμένος από το έργο των δασκάλων του αλλά και του Canova, ο Δρόσης συνδέθηκε με τον κλασικισμό και τις ιδεαλιστικές τάσεις. Στο πρώιμο έργο του ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με μυθολογικά θέματα και τον ιδεαλιστικό ανδριάντα, συνδυάζοντας στοιχεία της αρχαίας γλυπτικής με τύπους του κλασικισμού. Για τα έργα της περιόδου διαμονής του στο εξωτερικό δεν υπάρχουν στοιχεία. Στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται η Πηνελόπη (1870) στην Εθνική Πινακοθήκη και ο ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη στο Ζάππειο, του οποίου τη φιλοτέχνηση ανέλαβε έπειτα από διαγωνισμό (1872). Από τις προτομές του, ξεχωρίζουν εκείνες του Ανδρέα Μιαούλη στο ναυτικό Μουσείο (πριν από το 1855), του Αλέξανδρου Σούτσου στην Εθνική Πινακοθήκη. Με την υποστήριξη του Σίνα και του Δημήτριου Βούλγαρη, τότε πρωθυπουργού, ανέλαβε την εκτέλεση των γλυπτών του κεντρικού αετώματος της Σιναίας Ακαδημίας, καθώς και τα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα πάνω σε υψηλούς ιωνικού κίονες, σε σχέδια του Th. Von Hansen. Για τον Δρόση, «η Ακαδημία ήταν ένα είδος επιβεβαίωσης της επιστροφής του αρχαίου πνεύματος στην πατρίδα του», σημειώνει ο Στ. Λυδάκης, ο οποίος, γενικότερα, εντοπίζει ιδιαίτερη τυποποίηση, υπερβολική στατικότητα και φορμαλισμό στο έργο του καλλιτέχνη.
Συμμετείχε σε εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδας, και απέσπασε σημαντικά βραβεία (αργυρό βραβείο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, 1867˙ Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης, 1873). Μετά τον θάνατό του έργα του παρουσιάστηκαν αναδρομικά το 1956 στην 5η Έκθεση της Πινακοθήκης στο Ζάππειο.
ΠΗΓΕΣ
Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία, Μέλισσα, Αθήνα, 2011, σ. 66-70.
περ. Πινακοθήκη, τχ. 28-29 (Ιούνιος-Ιούλιος 1903), 91-92.
Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800 - 1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 45-47, 199-200.