Το πρόγραμμα

Το Ερευνητικό Πρόγραμμα «Τόποι μνήμης για την Ελληνική Επανάσταση, 19ος -20ος αιώνας» εκπονήθηκε από το Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία από το 2018 έως το 2020. Επιστημονικά υπεύθυνη ήταν η Καθηγήτρια Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας Χριστίνα Κουλούρη.

Αντικείμενο της έρευνας ήταν η δημιουργία ηλεκτρονικού αρχείου των δημόσιων νεότερων μνημείων (ανδριάντες, προτομές, ηρώα, στήλες κλπ.) της Αθήνας, καθώς και δήμων εμβληματικών για την ιστορία του Αγώνα (Τρίπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Μεσολόγγι, Ερμούπολη), ώστε να απεικονιστεί ο τρόπος μνημειοποίησης του μείζονος γεγονότος της ελληνικής εθνικής ιστορίας.

Το ερευνητικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε με επιτόπια έρευνα στους έξι εμβληματικούς δήμους που επελέγησαν, όπου αναζητήθηκε τεκμηρίωση στα τοπικά αρχεία (ΓΑΚ και ιδιωτικά), συλλόγους, συλλογές και βιβλιοθήκες. Αναζητήθηκαν, καταγράφηκαν και ψηφιοποιήθηκαν αρχειακές μαρτυρίες για κάθε μνημείο, ψηφιοποιήθηκαν τα σχετικά έγγραφα ή δημοσιεύματα, αναζητήθηκαν βιογραφικά στοιχεία για τους απεικονιζόμενους στα μνημεία και για τους γλύπτες και τέλος έγινε αυτοψία και φωτογράφιση των μνημείων.

Στο συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα, τα μνημεία καταγράφονται ως εγγραφές της μνήμης της Ελληνικής Επανάστασης στον δημόσιο χώρο και συλλέγονται πληροφορίες για τη «ζωή» τους (συνθήκες δημιουργίας, τελετές, βανδαλισμοί κ.λπ.). Η προσέγγιση είναι από τη σκοπιά της ιστορίας και όχι της ιστορίας της τέχνης, η οποία χαρακτηρίζει τα αντίστοιχα προγράμματα καταγραφής μνημείων.

Ειδικότεροι στόχοι ήταν:

  • να τεκμηριωθεί θεωρητικά η συγκρότηση των συμβολικών «τόπων μνήμης» της ελληνικής εθνικής ταυτότητας,
  • να ανασυσταθεί η επιλεκτική αφήγηση του 1821 μέσα στον αστικό χώρο της πρωτεύουσας και άλλων αστικών κέντρων,
  • να καταγραφούν οι πολιτικές της μνήμης, όπως διαμορφώθηκαν από το ελληνικό έθνος-κράτος,
  • να παραχθεί ένα υποδειγματικό μοντέλο μελέτης για τους «τόπους μνήμης», το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για άλλες ελληνικές πόλεις αλλά και για άλλα ιστορικά γεγονότα, όπως π.χ. τα μνημεία των Βαλκανικών Πολέμων, της Εθνικής Αντίστασης κλπ. Η έρευνα αυτή φιλοδοξεί να ενταχθεί σε ένα ευρύτατο δίκτυο διεθνών μελετών, όπου η ελληνική περίπτωση δεν εκπροσωπείται (π.χ. για τη Γαλλική Επανάσταση).

Η Ελληνική Επανάσταση δεν αποτελεί μόνο την ιδρυτική πράξη του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους αλλά και τη βασική πηγή ηρωικών συμβόλων και προτύπων, έναν ισχυρό πόλο συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Οι ελληνικές πόλεις είναι γεμάτες από ανδριάντες, προτομές και στήλες που μνημονεύουν το μείζον αυτό γεγονός της εθνικής ιστορίας. Εντούτοις, δεν κατασκευάστηκε ποτέ, παρά τις προτάσεις και τους εράνους, ένα μνημείο ή ηρώο που θα τιμούσε τη μνήμη όσων συνέβαλαν στην Ελληνική Επανάσταση. Αντίθετα, ανεγέρθηκαν σταδιακά μνημεία που τιμούσαν μορφές του Αγώνα. Η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης στον δημόσιο χώρο της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους ανασυντίθεται ακριβώς μέσα από όλα αυτά τα μικρά ή μεγάλα, κεντρικά ή «αόρατα» μνημεία.

Η καταγραφή και μελέτη της μνήμης της Επανάστασης μέσα από την υλικότητα των μνημείων απουσιάζει από την ελληνική βιβλιογραφία, ενώ αποτελεί κοινό τόπο π.χ. για τη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά και η όποια καταγραφή και έρευνα έχει γίνει για τα ελληνικά δημόσια νεότερα μνημεία δίνει έμφαση σε καλλιτεχνικά και αισθητικά κριτήρια.

Η παρούσα έρευνα καταγράφει βεβαίως τις τεχνοτροπικές επιλογές, τους δημιουργούς, τα αισθητικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά κλπ. των μνημείων. Η έμφαση ωστόσο δίνεται στην ιστορικότητα, μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο που έχουν ορίσει ιστορικοί όπως ο Pierre Nora, ο George Mosse και ο Eric Hobsbawm. Τα μνημεία αντιμετωπίζονται ως πρωτογενείς ιστορικές πηγές της εποχής της δημιουργίας τους, αλλά και ως δευτερογενείς εγγραφές των ιστορικών γεγονότων που αφηγούνται. Ζητούμενο της μελέτης αποτελούν οι ιστορικές συνθήκες δημιουργίας των συγκεκριμένων μνημείων (συνθήκες ανάθεσης και εκτέλεσης): ποιος είχε την πρωτοβουλία και με ποιου δαπάνη ανεγείρονται αυτά τα μνημεία και ποια είναι η υποδοχή και η πρόσληψη του συμβολισμού των μνημείων στην κοινωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δίνεται στις τελετές στο χώρο του μνημείου, σε λόγους που εκφωνούνται, σε τυχόν αντιδράσεις που υπήρξαν όταν κατασκευάστηκε το μνημείο ή που υπάρχουν ακόμα και σήμερα, σε πολιτικές αποφάσεις, διατάγματα και νόμους. Η έρευνα παρακολουθεί τέλος τον «βίο» του μνημείου μέχρι σήμερα (διαδηλώσεις, βεβηλώσεις, τελετές αντίπαλες προς τις επίσημες κλπ.).

Το έργο που εκπονήθηκε καλύπτει ένα μικρό μόνο μέρος των αστικών κέντρων όπου έχουν ανεγερθεί μνημεία τα οποία αποτυπώνουν τη μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης στον δημόσιο χώρο και συνεπώς δεν αποδίδει τον πανελλήνιο χαρακτήρα της ιστορικής μνήμης του Εικοσιένα ούτε την τοπική ποικιλομορφία της. Παρά την αναμφισβήτητη συγκέντρωση μνημείων στην πρωτεύουσα, η μνήμη του Εικοσιένα συντίθεται από πολλές τοπικές ψηφίδες. Λόγω της σταδιακής επέκτασης των εθνοκρατικών συνόρων και της διαφορετικής χρονολόγησης της ενσωμάτωσης των επιμέρους περιοχών στο ελληνικό κράτος, η μνήμη της Επανάστασης προσλαμβάνει τελείως διαφορετική μορφή στην Πελοπόννησο ή τη Μακεδονία για παράδειγμα. Θα ήταν σκόπιμο η παρούσα έρευνα να διευρυνθεί ώστε να αναδειχθούν όλες τις τοπικότητες ως μέρη ενός εθνικού συνόλου και να ανασυντεθεί οπτικά η συλλογική μνήμη του Αγώνα μέσα από τις εκφάνσεις της τοπικής μνήμης. Τα πορίσματα που παρουσιάζουμε μπορούν, συνεπώς, να αποτελέσουν τη βάση για ένα πραγματικά πανελλήνιο έργο.

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ