Ο Μπονάνος γεννήθηκε στο Βουνί Ληξουρίου Κεφαλονιάς στις 28 Μαρτίου/ 10 Απριλίου 1863 και πέθανε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 1940. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών, στο Τμήμα Γλυπτικής επτά έτη, με καθηγητή τον Λ. Δρόση. Μαθήτεψε επίσης στο εργαστήρι του Δημητρίου Φιλιππότη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία το 1890-91, όπου δέχτηκε την επίδραση του ιταλικού περιβάλλοντος. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα και λίγο πριν από το 1900, άνοιξε δικό του εργαστήριο στην οδό Σουλίου και Μεσογείων 18 στους Αμπελόκηπους. Έτσι κατάφερε να ανταποκρίνεται σ’ ένα μεγάλο πλήθος παραγγελιών, κυρίως ανδριάντων, προτομών ταφικών μνημείων και αναθηματικών στηλών. Τον Απρίλη του 1911 διορίζεται καθηγητής στο Πολυτεχνείο, αλλά έρχεται σε ρήξη με τον διευθυντή της Σχολής, Γ. Ιακωβίδη, λόγω των αλλαγών για την καλή λειτουργία της Σχολής που αιτήθηκε μέσω υπομνήματος και λόγω των ενστάσεων του για την κρίση των διαγωνισμών γλυπτικής εκείνου του έτους και απολύεται από τη θέση του τον επόμενο χρόνο.
Το 1886 έλαβε το βραβείο του διαγωνισμού για τον ανδριάντα του Ανδρέα Μιαούλη στην Ερμούπολη. Το 1919 πήρε μέρος στο διαγωνισμό για την κατασκευή του ανδριάντα του Καποδίστρια, ο οποίος τελικά στήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου το 1931. Για πάνω από τριάντα χρόνια, ασχολήθηκε με την μελέτη και το πρόπλασμα του Πανελλήνιου ηρώου προς τιμήν των Αγωνιστών του ’21 στο Πεδίο του Άρεως, το οποίο όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Μπονάνος φιλοτέχνησε συνολικά οκτώ ανδριάντες: πέντε όρθιους και τρεις καθιστούς, τους περισσότερους από κάθε άλλον Έλληνα γλύπτη και περισσότερες από διακόσιες προτομές.
Ενδεικτικά κάποια από τα υπόλοιπα έργα του είναι: οι ανδριάντες του Ανδρέα Βαλλιάνου, Μαρίνου Βαλλιάνου, Παναγή Βαλλιάνου στην Εθνική Βιβλιοθήκη (1889-1901), η Φιλοδοξία (1908), η στήλη Πεσόντων επαρχίας Πάλλης στο Ληξούρι (1921), η στήλη Πεσόντων Μεσολογγίου (1920-1933), η στήλη Πεσόντων Δημοτών Αργοστολίου στο Αργοστόλι (1926).
Υπέγραφε πάντοτε τα πρωτότυπα έργα του χρησιμοποιώντας το όνομά του ολόκληρο ή σε συντομογραφία, ή μόνο το αρχικό γράμμα, το επώνυμο και το ρήμα «εποίει». Έτσι η υπογραφή του έχει τη μορφή Γ. ή ΓΕΩΡ. ή ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ ΕΠΟΙΕΙ. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε και το χαρακτηριστικό ΚΕΦΑΛΛΗΝ πριν, ή σπανιότερα μετά το ρήμα ΕΠΟΙΕΙ.
Η καλλιτεχνική του παραγωγή διακρίνεται σε δύο περιόδους: την πρώτη (1885-1908) και τη δεύτερη (1909-1940) με τα έργα της πρώτης να θεωρούνται ανώτερα από αυτά της δεύτερης. Κύρια χαρακτηριστικά των έργων του είναι η μνημειακότητα των μορφών του και η ολοκληρωμένη πλαστική συνθετική δομή. Δοκίμασε να υπερβεί τους αυστηρούς κλασικιστικούς κανόνες και τα καθιερωμένα σχήματα, υπηρέτησε ωστόσο πιστά την ελληνοκεντρική ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους και δεν προχώρησε στην ανανέωση της νεοελληνικής γλυπτικής.
ΠΗΓΕΣ
Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες Γλύπτες, τ.5: Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία-λεξικό γλυπτών, Αθήνα, Μέλισσα, 1981, σ. 401-404.
Μαρκάτου Φ. Θεοδώρα, Ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος 1863-1940. Η ζωή και το έργο του, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992, σ. 20-25, σ. 51-59, σ. 184-191, σ. 199-201, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/2085#page/1/mode/2up [τελευταία πρόσβαση 15/2/2019]
Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 213-215.
Πηγή εικόνας: Μαρκάτου Φ. Θεοδώρα, Ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος 1863-1940. Η ζωή και το έργο του, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992, σ. 19, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/2085#page/1/mode/2up [τελευταία πρόσβαση 15/2/2019]