Κατηγορία μνημείου

Πρόσωπο

Νομός

Πόλη

Ανδριάντας Ανδρέα Μιαούλη

Ο ανδριάντας του Ανδρέα Μιαούλη στην Ερμούπολη -έργο του Γεώργιου Μπονάνου- ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία που πήρε το 1884 ο Δήμος Ερμούπολης. Η δαπάνη καλύφθηκε από τη δωρεά ποσού που είχε αφήσει στη διαθήκη του ο χιώτης Σταμάτιος Ιω. Πρώιος. Τα αποκαλυπτήρια τελέστηκαν με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια στις 23 Απριλίου 1889.

 

 

Ο Ανδρέας Μιαούλης αποδίδεται σε υπερφυσικό μέγεθος, όρθιος επάνω σε υψηλό βάθρο (συνολικό ύψος περίπου 3,5 μ.), ντυμένος με επίσημο νησιωτικό κοστούμι της εποχής και μανδύα. Το καλυμμένο με φέσι κεφάλι είναι στραμμένο προς τα δεξιά της μορφής, με το βλέμμα του ήρωα προσηλωμένο μακριά στον ορίζοντα. Το πρόσωπο εμφανίζεται γαλήνιο, με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ηλικιακής ωριμότητας. Ως προς αυτά, ο δημιουργός φαίνεται να ακολουθεί τη λιθογραφία του Karl Krazeisen (1794-1878), έργο του 1829 (Πηγή 1), καθώς και τη μεταγενέστερη (1859) ελαιογραφία του Διονύσιου Τσόκου (Πηγή 2). Ο κορμός ενδύεται εσωτερικά με πουκάμισο κουμπωμένο έως τη βάση του λαιμού με τα τυπικά στρογγυλά κουμπιά, διακοσμημένα εκατέρωθεν με κεντητά σιρίτια. Το πουκάμισο καλύπτει ανοικτό γελέκι, με κομψό διάκοσμο στις δύο πλαϊνές πλευρές που πλαισιώνουν το στήθος. Στη μέση, το τυλιγμένο οριζόντια ζωνάρι στηρίζει τη νησιωτική βράκα με τις πλούσιες κατακόρυφες πτυχώσεις. Τη νησιωτική φορεσιά καλύπτει μακρύς μανδύας που στην πρόσθια θέαση σκεπάζει μόνο τον δεξιό ώμο και το χέρι της μορφής, και φτάνει έως το γόνατο, σχηματίζοντας χονδρές πτυχώσεις. Στο πίσω μέρος, ο μανδύας ακολουθεί διαγώνια φορά προς τα αριστερά της μορφής και, αφήνοντας ακάλυπτο μέρος της πλάτης, καταλήγει χαμηλά στο έδαφος. Στο πίσω μέρος και αριστερά προς τον θεατή, τη σύνθεση ολοκληρώνει κατακόρυφο -τυλιγμένο με καραβόσκοινο- πηδάλιο, που καταλήγει σε οριζόντια λαβή.

 ΑΚΡΙΒΗΣ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ [ΠΕΡΙΟΧΗ]

Ερμούπολη, πλατεία Ανδρέα Μιαούλη (πρώην Λεωτσάκου), απέναντι από το Δημαρχείο.

plateia Miaouli Ermoupolis

Όπως επισημαίνουν ο Στέλιος Λυδάκης και η Θεοδώρα Μαρκάτου, ο δημιουργός Γεώργιος Μπονάνος επικεντρώνεται στη μετωπική πλευρά του ανδριάντα, αποδίδοντας με ιδιαίτερη σπουδή και αρτιότητα κάθε λεπτομέρεια, ώστε κύρια και δευτερεύοντα συνθετικά στοιχεία του συνόλου να αποκτούν φυσικότητα. Το δεξί χέρι του Μιαούλη εφάπτεται στον μηρό και κρατά διόπτρα, ενώ το αριστερό, σε οξεία γωνία προς τον κορμό, κρατά πηδάλιο σαν να το κατευθύνει. Το αριστερό πόδι πατά σταθερά στο βάθρο στήριξης, ενώ το δεξί προβάλλεται εμπρός. Στη χιαστί αυτή στάση του σώματος, ο μακρύς και βαρύς μανδύας δημιουργεί ένα στατικό στήριγμα στο πίσω μέρος. Πρόκειται για συνήθη συνθετικά χαρακτηριστικά στην ευρωπαϊκή ανδριαντοποιία, δοκιμασμένα και στην ελληνική γλυπτική. Στον ανδριάντα του Μιαούλη, η προσπάθεια του Μπονάνου τείνει να αποδώσει τη ζωντανή πραγματικότητα της μορφής, συνυφαίνοντάς την με μνημειακή αντιμετώπιση της πλαστικής φόρμας (Πηγές 3, 4).

Ο ανδριάντας είναι τοποθετημένος σε υψηλό μαρμάρινο βάθρο, η βάση του οποίου αρθρώνεται σε τέσσερις αναβαθμούς, ενώ στο πάνω μέρος καταλήγει σε κλιμακωτό γείσο. Στην πρόσοψη του βάθρου, από πάνω προς τα κάτω, αναγράφεται «1821», πλαισιωμένο από ανάγλυφες ακτίδες. Ακολουθεί ανάγλυφη επιγραφή που μνημονεύει τον Δήμο Ερμούπολης, το όνομα του τιμώμενου και εκείνο του χορηγού, Σταμάτιου Ιωάννου Πρώιου. Πρόκειται για επιγραφή που μέρες μόνο πριν από την αποκάλυψη του μνημείου αντικατέστησε την αρχική, το κείμενο της οποίας προκάλεσε αντιδράσεις (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Στην πίσω πλευρά, δύο ανάγλυφοι ράβδοι χιαστί, με δύο φίδια σε χαλαρή περιέλιξη ανά ράβδο, μοιάζουν να δανείζονται στοιχεία από το κηρύκειο του Ερμή σε μια προσπάθεια συμβολισμού της ιδιότητας του εμπόρου-ναυτικού Μιαούλη. Στις πλευρές δεξιά και αριστερά εμφανίζεται η ίδια ανάγλυφη παράσταση, με μία άγκυρα και δύο πυρσούς χιαστί, παραπέμποντας στην ιδιότητα του μετέπειτα αγωνιστή Μιαούλη.

Η έλλειψη έμπνευσης και καλλιτεχνικής επεξεργασίας είναι καταφανής στον διάκοσμο του βάθρου, γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά και από τον τοπικό Τύπο της εποχής (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Συνολικά, ως προς την καλλιτεχνική αποτίμηση του ανδριάντα, ο νεαρός δημιουργός επαινέθηκε από τον ιταλικό και ελληνικό Τύπο της εποχής για την αριστουργηματική επεξεργασία του μαρμάρου σε κάθε λεπτομέρεια, με ιδιαίτερη μνεία στην ικανότητά του να διαγράφει τη σάρκα κάτω από τα ενδύματα (Πηγή 4). Δεν παραλήφθηκε, ωστόσο, η παρατήρηση ότι «le détail tue l' art» (η λεπτομέρεια σκοτώνει την τέχνη), με την επισήμανση ότι η υπερβολή «αφαιρεί ίσως μέρος της προσοχής του θεατού από των ουσιωδεστέρων μερών του όλου» (Πηγές 4, 5).

Η προσέγγιση αυτή αντανακλά, βεβαίως, την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής για τον προορισμό των μνημείων ηρωικών μορφών της ιστορίας, που δεν ήταν παρά «η διαιώνισις της μνήμης των ενδόξων ανδρών», όπως η εφημερίδα Εβδομάς αναφέρει έναν χρόνο πριν (Πηγή 6), με αφορμή τον διαγωνισμό προπλασμάτων για το μνημείο του λόρδου Βύρωνα στην Αθήνα. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της παραπάνω αντίληψης για το ύφος των τιμώμενων μορφών είναι το ακόλουθο σχόλιο της εφημερίδας Ήλιος: «το όλον δ’ εν γένει του ύφους εικονίζει τον άνδρα οίος ήτο, και οίον παρέδωκεν ημίν η ιστορία και αι διηγήσεις των προ ημών» (Πηγή 7).

 

Η Ερμούπολη της ανεργίας και των πτωχεύσεων τιμά μεγαλοπρεπώς τον Ανδρέα Μιαούλη

Την πρωτοβουλία ανέγερσης του ανδριάντα προς τιμήν του Ανδρέα Μιαούλη πήρε το 1884 ο Δήμος Ερμούπολης, επί δημαρχίας Δημήτριου Βαφιαδάκη. Κατόπιν διαγωνισμού, η φιλοτέχνηση του μνημείου ανατέθηκε το 1886 στον νικητή Γεώργιο Μπονάνο, αντί του ποσού των 18.000 δραχμών, δαπάνη η οποία καλύφθηκε από τη δωρεά 20.000 δραχμών, ποσό που είχε αφήσει στη διαθήκη του ο Σταμάτιος Ιω. Πρώιος με τη ρητή επιθυμία να χρησιμοποιηθεί για την ανίδρυση ανδριάντα προς τιμήν ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης. Τα αποκαλυπτήρια τελέστηκαν με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια στις 23 Απριλίου 1889, επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Τσιροπινά. Η παρουσία του βασιλιά και της βασιλικής οικογένειας, καθώς και πλήθους επίσημων προσκεκλημένων της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, προσέδωσε στο γεγονός πανελλήνιο χαρακτήρα (αναλυτικά, βλ. παρακάτω).

Σύμφωνα με την Χριστίνα Κουλούρη, οι τριήμερες εορταστικές εκδηλώσεις (23-25 Απριλίου) στη Σύρο «αποτελούν τομή στις μέχρι τότε τελετές για την ανίδρυση μνημείων που αφορούν στην Ελληνική Επανάσταση, λόγω της πρωτοφανούς μεγαλοπρέπειας και του υπέρογκου κόστους τους». Τα έξοδα καλύφτηκαν από τη δημοτική αρχή με τη συνδρομή πολλών ιδιωτών. Αν ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν 80.000 δραχμές, ήδη τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της εποχής (Πηγή 8), κατά τον απολογισμό των δαπανών το ποσό ανήλθε σε 116.150,65 δραχμές (Πηγή 9 και παρακάτω).

Στην πιο κρίσιμη δεκαετία για την οικονομική ζωή της άλλοτε ακμάζουσας Ερμούπολης, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πτωχεύσεων σημαντικών επιχειρήσεων και υψηλό ποσοστό ανεργίας (ενδεικτικά, Πηγές 10, 11), σειρά μακροχρόνιων πρωτοβουλιών δύο δημάρχων της πόλης (Δ. Βαφιαδάκη και Κ. Τσιροπινά) στόχευε στην εξυπηρέτηση των αναγκών της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας. Και αν στην περίπτωση της μνημειοποίησης του Ανδρέα Μιαούλη ανάγκες και ύψος δαπανών συνιστούν οξύμωρο, σκοπός της δημοτικής αρχής ήταν «να αντισταθμίσει το αίσθημα της παρακμής, να εμψυχώσει την τοπική αυτοπεποίθηση, να προβάλει το κύρος της πόλης με έργα επίδειξης, αλλά και να δώσει δυνατότητες απασχόλησης σε έναν πληθυσμό που δοκιμαζόταν από την ανεργία» (Πηγή 8).

Την ίδια στόχευση υπηρετεί και η επιλογή του τιμώμενου προσώπου ανάμεσα στο πάνθεον των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης. Στο πρόσωπο του πλέον προβεβλημένου ναυτικού ήρωα της Επανάστασης, η βαλλόμενη από την κρίση Ερμούπολη επιζητά «να επιβεβαιώσει τη ναυτική της ταυτότητα (και τα πρωτεία στη ναυτιλία)» (Πηγή 8). Πρόκειται για παραδοχή που λανθάνει στον δημόσιο λόγο, σε μια προσπάθεια ανάδειξης του σκεπτικού πίσω από την πρωτοβουλία του Δήμου να τιμήσει στον ηρωικό ναύαρχο. Αντιπροσωπευτικό είναι το περιεχόμενο του κύριου άρθρου της τοπικής εφημερίδας «Πατρίς», όπου προβάλλεται ο καθοριστικός ρόλος του ναυτικού, «ου άνευ ούτε η παλαιά Ελλάς θα υπήρχεν ούτε η νέα θα εγίνετο ούτε η ελπιζομένη θα γίνη». Ο δε Μιαούλης, ως εξέχουσα μορφή του ναυτικού αγώνα το 1821, εκπροσωπεί επάξια τη «θαλασσογενή» Ερμούπολη, η οποία, «νήπιο δε μόλις γενομένη[ν]» κατά τους μεγάλους αγώνες, «δεν πρόλαβε να συναγωνισθή αυτοπροσώπως» και όπως άλλες περιοχές να έχει «ιδίους αυτής μαχητάς, ιδίους πολεμάρχους, ιδίους ήρωας, αρκεσθείσα τότε εις γενναίας χρηματικάς εξ υστερήματος εισφοράς». Ώστε, «ούτε τοπικοί ούτε συγγενικοί ούτε ίδιοι της ιστορίας λόγοι ωδήγησαν την εκλογήν αυτής ταύτην», αλλά το δικαίωμα της πόλης να αξιώνει απόδοση τιμής «εις τον όλον εθνικόν αγώνα» με τελετή πανελλήνιου χαρακτήρα (Πηγή 12).


Η δωρεά, η επιλογή του τιμώμενου και η ανάθεση φιλοτέχνησης του έργου

Η ανέγερση του μνημείου αφορμάται από την επιθυμία του ευκατάστατου χιώτη της Σύρου Σταμάτιου Ιω. Πρώιου, διατυπωμένη στη διαθήκη που συνέταξε στις 27 Μαρτίου 1883 και δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου 1884, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του. Για την υλοποίηση της επιθυμίας αυτής, ο διαθέτης άφηνε 20.000 δραχμές, ποσό του οποίου το τυχόν περίσσευμα όριζε να δοθεί στους φτωχούς της Ερμούπολης και της Άνω Σύρου (Πηγές 13, 14). Δεν όριζε, ωστόσο, το τιμώμενο πρόσωπο, αλλά ανέθετε στο Δημοτικό Συμβούλιο Ερμούπολης να το επιλέξει κατά πλειοψηφία ανάμεσα στις «κατά θάλασσαν ή κατά ξηράν» ανδρικές ηρωικές μορφές του 1821. Οι λοιπές επιθυμίες-υποδείξεις ήταν λεπτομερείς και σαφείς˙ ο φυσικού μεγέθους μαρμάρινος ανδριάντας και το, επίσης, μαρμάρινο βάθρο στήριξής του, όριζε να τοποθετηθούν σε κατάλληλο σημείο της πλατείας Λεωτσάκου. Εξέφραζε δε την επιθυμία να ξεκινήσει η φιλοτέχνηση του μνημείου αμέσως μετά τον θάνατό του, από καλλιτέχνη που θα αναδεικνυόταν από διαγωνισμό μεταξύ των ελλήνων γλυπτών, τον οποίο θα προκήρυσσε ο Δήμος με επιτροπή κρίσης τα μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, στα οποία απηύθυνε παράκληση (Πηγή 14).
Το Δημοτικό Συμβούλιο, με δήμαρχο τον γαμπρό του χορηγού, Δημήτριο Βαφιαδάκη, αναδέχτηκε άμεσα την εκτέλεση των επιθυμιών του διαθέτη για τον υπό ανέγερση ανδριάντα. Στη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1884 επέλεξε παμψηφεί να τιμήσει τον Ανδρέα Μιαούλη, ως τον καταλληλότερο για τη φυσιογνωμία της πόλης εκπρόσωπο των ηρωικών μορφών του 1821 (Πηγή 15).

Δύο χρόνια μεσολάβησαν από την επιλογή του τιμώμενου προσώπου μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών για τη μεταφορά του κληροδοτήματος του εκλιπόντος Στ. Ι. Πρώιου στο ταμείο εσόδων του Δήμου και τη συμβολαιοποίηση του γλύπτη Γεώργιου Μπονάνου, νικητή στον διαγωνισμό με το έργο υπό τον τίτλο «Ξύλινα τείχη» (Πηγές 16, 17˙ για τον διαγωνισμό, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Εντός του 1886, ο σπουδαστής -τότε- στη Ρώμη Μπονάνος αποδέχτηκε τη μεταφορά του βραβευμένου προπλάσματος σε μάρμαρο αντί του ποσού των 18.000 δραχμών, με την υποχρέωση να το παραδώσει εντός διετίας και ακριβώς όπως του υποδείχτηκε (Πηγές 17, 18˙ για τη φιλοτέχνηση του έργου, βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ). Το έργο ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1888 και εκτέθηκε σε δημόσια θέα στο εργαστήριο του Λεωνίδα Δρόση, δάσκαλου του Μπονάνου (Πηγή 5). Αμέσως, άρχισαν πυρετώδεις προετοιμασίες της δημοτικής αρχής για τις μεγαλοπρεπείς εορτές στη Σύρο, αντάξιες του πανελλήνιου εθνικού χαρακτήρα τους.


Τα αποκαλυπτήρια

Ο μαρμάρινος ανδριάντας και το βάθρο του είχαν μεταφερθεί στην Ερμούπολη στις αρχές Μαρτίου 1889, συνοδεία του δημιουργού (Πηγή 18). Άτυπα είχε οριστεί η 23η Απριλίου για τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, ημέρα ονομαστικής εορτής του βασιλιά, και μόλις στις 31 Μαρτίου η τοπική εφημερίδα «Ήλιος» πληροφορεί για την οριστικοποίηση της ημερομηνίας (Πηγή 19). Στις 3 Απριλίου, η δημοτική αρχή ανακοίνωσε επισήμως το πρόγραμμα (Πηγή 20) και λίγες μέρες μετά απηύθυνε γενικό κάλεσμα προς την τοπική κοινωνία (Πηγή 21).

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 23 Απριλίου. Το τελετουργικό της ημέρας είχε περιγραφεί λεπτομερώς σε ανακοίνωση της δημοτικής αρχής δύο μέρες πριν (Πηγή 22). Την πρωινή υποδοχή της βασιλικής οικογένειας στο λιμάνι ακολούθησε δοξολογία στον ναό του Αγ. Νικολάου και επίσημο γεύμα στο σπίτι του δημάρχου (βλ. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).

Στη μεγαλοπρεπώς στολισμένη πλατεία «Μιαούλη» -λίγο πριν «Λεωτσάκου» -εκατέρωθεν του ανδριάντα είχαν στηθεί δύο εξέδρες για τους επισήμους. Υπουργοί, βουλευτές, πρέσβεις ξένων κρατών, ο Ανδρέας Συγγρός, η σύζυγος του χορηγού και οι κυρίες των τιμών στάθηκαν στη δεξιά εξέδρα, προορισμένη για τη βασιλική οικογένεια˙ στην αριστερή, οι πολιτικές και λοιπές αρχές του τόπου, και πολλοί ανταποκριτές εφημερίδων. Τις εξέδρες περιέβαλε ναυτικό άγημα, λόχος ευζώνων, σωματεία και συντεχνίες με σημαίες. Πίσω τους είχαν παραταχθεί οι μουσικές μπάντες του πυροβολικού, του στόλου και εκείνη της Σχολής των Απόρων Παίδων. Η τελετή ξεκίνησε με την άφιξη της βασιλικής συνοδείας, στις 3.30 το απόγευμα. Την αποκάλυψη του μνημείου έκανε ο βασιλιάς και μετά τη δοξολογία εκφώνησε λόγο από τη βασιλική εξέδρα. Ακολούθησε κατάθεση πλήθους στεφάνων και ένας γέροντας Υδραίος μετέφερε ομοιότυπο της σημαίας του Μιαούλη. (Πηγές 23, 24). Μετά την απαγγελία ποιήματος από τον δικηγόρο Ιωάννη Φραγκιά (Πηγή 25), ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας (πηγή 26).

Στην τελετή δεν παρέστησαν, εντέλει, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε επισκεφτεί την Ερμούπολη στις 14 Απριλίου, στο πλαίσιο περιοδείας για την επιθεώρηση του τελωνείου και τη διαπίστωση των εμπορικών αναγκών της πόλης (Πηγή 27), και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης δεν παρευρέθηκε λόγω ασθένειας (Πηγή 28). Προσκεκλημένοι που δεν κατάφεραν να παραστούν ήταν και ο Πρόεδρος της Βουλής Α. Αυγερινός και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Πέτρος Παπαρρηγόπουλος (Πηγή 29).

 

 

ΕΝΕΠΙΓΡΑΦΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

 

Πρόσοψη βάσης: 1821 / Ο ΔΗΜΟΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΩΣ / ΤΩ / ΝΑΥΑΡΧΩ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ / ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΑΟΥΛΗ / ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΩΙΟΣ / ΕΧΟΡΗΓΕΙ
 
Πίσω πλευρά ανδριάντα: Γ. ΜΠΟΝΑΝΟΣ / ΕΠΟΙΕΙ

 

 

 

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Πληροφοριακά στοιχεία αρχειακών φωτογραφιών μνημείου

 

  1. Μάιος 1905 Σύρος Ερμούπολης, Ε.Λ.Ι.Α., κωδικός τεκμηρίου: 2E61.221 στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=436261gr:8080/lselia/rec.aspx?id=436261 (ανάκτηση: 24/10/2019)
  2. «Ερμούπολη, πλατεία Μιαούλη: το Δημαρχείο. Στο κέντρο, ο ανδριάντας του Ανδρέα Μιαούλη», δεκ. 1960, Ε.Λ.Ι.Α., κωδικός τεκμηρίου: DP25.51.09, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=597214:8080/lselia/rec.aspx?id=597214 (ανάκτηση: 24/10/2019).
  3. «Ερμούπολη, πλατεία Μιαούλη (Δημαρχείου): ο ανδριάντας του Ανδρέα Μιαούλη» δεκ. 1960, Ε.Λ.Ι.Α.,  κωδικός τεκμηρίου: DP19.07.46, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=585596http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=585596 (ανάκτηση: 24/10/2019).
  4. «Ερμούπολη, πλατεία Μιαούλη: λήψη από τα σκαλιά του Δημαρχείου. Δεξιά ο ανδριάντας του Ανδρέα Μιαούλη, αριστερά η εξέδρα της μπάντας», δεκ. 1960, Ε.Λ.Ι.Α., κωδικός τεκμηρίου: DP19.07.31, στο http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=585554:8080/lselia/rec.aspx?id=585554 (ανάκτηση: 24/10/2019).
 

ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο διαγωνισμός των προπλασμάτων και οι επικρίσεις

Ο διαγωνισμός προπλασμάτων του μνημείου φαίνεται ότι προκηρύχθηκε κοντά στη λήξη του 1884 ή στις αρχές του επόμενου έτους (Πηγή 4), με καταληκτική ημερομηνία υποβολής τον Απρίλιο του 1885 (Πηγή 30). Συμμετείχαν έξι νέοι καλλιτέχνες, εκ των οποίων μόνο τα ονόματα των Γεώργιου Βιτάλη και Γεώργιου Μπονάνου μάς είναι γνωστά. Γνωστές είναι, όμως, οι επιγραφές με τις οποίες οι διαγωνιζόμενοι είχαν υπογράψει τα έργα τους: «Ναύαρχος του ‘21», «Ξύλινα τείχη», «Ανέχου απέχου», «Αγαθή τύχη, διά σας αιώνιος η δόξα πώς πρώτοι ετανύσατε τυραννοκτόνα τόξα», «Σ» και «Ιδού αληθής ήρως» (Πηγή 31). Η αρμόδια επιτροπή της Αρχαιολογικής Εταιρείας, σε συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου 1885, έκρινε «πάντα ταύτα απαράδεκτα», επισημαίνοντας βασικές καλλιτεχνικές ελλείψεις, «είτε της στάσεως και του ιματισμού και της ομοιότητος του απεικονιζομένου ανδρός, είτε περί τα σύμβολα και τα κοσμήματα των βάθρων». Σύστησε δε στον Δήμο Ερμούπολης να προκηρύξει δεύτερο διαγωνισμό, με εξάμηνη διορία, με σκοπό οι συμμετέχοντες να βελτιώσουν τα έργα τους και άλλοι να υποβάλουν νέα προπλάσματα (Πηγή 32). Από την παρούσα έρευνα δεν εντοπίστηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την επανάληψη του διαγωνισμού. Ενδεχομένως, η παρέμβαση του Γεώργιου Βρούτου, ο οποίος είχε προσκληθεί από την επιτροπή να εκφράσει τη γνώμη του, να μετρίασε τις αξιώσεις των κριτών. Ο καταξιωμένος γλύπτης θεώρησε αυστηρή την κρίση της επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική κοινωνία δεν πρέπει να απαιτή σήμερον καλλιτεχνικόν αριστούργημα, διότι ευρισκόμεθα εις το πρώτον στάδιον της τέχνης, το οποίον πολεμείται, δυστυχώς, διά της αδιαφορίας εκ των αρχόντων και εκ των πλουσίων» (Πηγή 31).

 

Η φιλοτέχνηση του μνημείου

Στο συμβόλαιο που υπέγραψε το 1886 ο Μπονάνος με τον δήμο Ερμούπολης, δεσμευόταν για την ακριβή εκτέλεση του μνημείου και την παράδοσή του εντός δύο ετών. Προβλεπόταν, μάλιστα, και κτηματική εγγύηση μέχρι την ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (Πηγές 17, 33). Λόγω της βαρύτητας που δόθηκε στην ακριβή απόδοση του μνημείου, ο Μπονάνος έστειλε στη Σύρο γύψινο αντίτυπο του βραβευμένου προπλάσματος, προκειμένου να αντιπαραβληθεί με το τελικό έργο (Πηγή 34). Έναν χρόνο μετά, σε απαντητική επιστολή του (4/16 Οκτωβρίου 1887) προς τον νεοεκλεγμένο δήμαρχο της πόλης, Κωνσταντίνο Α. Τσιροπινά, ο γλύπτης ενημέρωσε ότι το μνημείο είχε ολοκληρωθεί σε γύψο και ότι ο ίδιος ετοιμαζόταν να το μεταφέρει στην Αθήνα, όπου θα το επεξεργαζόταν σε μάρμαρο. Σημείωνε, μάλιστα, ότι θα προσπαθούσε να πραγματοποιήσει την εκφρασμένη επιθυμία του δημάρχου, να ολοκληρώσει το έργο προτού λήξει η διετής προθεσμία, και υποσχόταν να στείλει σύντομα φωτογραφία του ανδριάντα (Πηγή 35). Λίγους μήνες αργότερα (Ιανουάριος 1888), για την ταχεία αποπεράτωση του ανδριάντα -λόγω και της οικονομικής δυσχέρειας του καλλιτέχνη- το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε αίτημα του γλύπτη για χορήγηση ποσού 4.000 δραχμών, ως δεύτερη δόση, μετά την προκαταβολή των 6.000 δραχμών που ο Μπονάνος είχε λάβει κατά την ανάληψη του έργου (Πηγή 33). Για τη δε εξόφλησή του εγκρίθηκε πίστωση 8.000 δραχμών δύο μήνες μετά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου (Ιούνιος 1889), ενώ απορρίφθηκε αίτημά του για χορήγηση συμπληρωματικού ποσού 6.000 δραχμών. Το συμβούλιο εξέφρασε την ευαρέσκειά του για την «ευτυχή» εκτέλεση του έργου και επιφυλάχθηκε να αναθέσει μελλοντικά στον δημιουργό άλλη καλλιτεχνική εργασία (Πηγή 36).

 

Το βάθρο και οι αντιδράσεις

Eπικρίσεις προκάλεσε το βάθρο του ανδριάντα αμέσως μετά την τοποθέτησή του, τον Μάρτιο του 1889. Το μάρμαρο δεν ήταν λευκό, όπως ειπώθηκε ότι θα έπρεπε, και οι ανάγλυφες παραστάσεις κρίθηκαν ακατάλληλες και άτεχνες. Αν το τελευταίο δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα (βλ. παραπάνω), εκείνο που, κυρίως, προκάλεσε εντονότερες αντιδράσεις ήταν το περιεχόμενο της αναθηματικής επιγραφής στην πρόσοψη του βάθρου:
«Τω ναυάρχω της Ελληνικής Παλιγγενεσίας Ανδρέα Μιαούλη ανεπιλήστου μνήμης ένεκεν Σταμάτιος Ι. Πρώϊος».
H ανωτέρω επιγραφή κρίθηκε ανάρμοστη για μνημείο εθνικού ήρωα σε δημόσιο χώρο, καθώς δεν έκανε αναφορά στη δημοτική αρχή, η οποία είχε την πρωτοβουλία να τιμηθεί ο Ανδρέας Μιαούλης, αλλά εμφάνιζε τον χορηγό ως ιδρυτή του μνημείου. Με την επιγραφή αυτή, υποστηρίχτηκε ότι η ανίδρυση στερούνταν επίσημου χαρακτήρα, ειδικά ενόψει των μεγαλοπρεπών τελετών που οργάνωνε ο δήμος. Δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο στράφηκαν κατά του Μπονάνου, όμως εκείνος «ειργάσθη ακριβώς και συμφώνως προς τους όρους του συμβολαίου». Η ευθύνη για το «ακατάλληλον και το αδόκιμον από καλλιτεχνικήν έποψιν» βάθρο ανήκε στην προηγούμενη δημοτική αρχή και στο συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τον γλύπτη. Η δημοτική αρχή ζήτησε τη δημιουργία νέου βάθρου, όμως ο χρόνος που απέμενε μέχρι τα αποκαλυπτήρια δεν το επέτρεπε. Έτσι, το ζήτημα λύθηκε με διόρθωση της επιγραφής (Πηγές 37, 38). Η παρέμβαση προκάλεσε την αντίδραση του ανιψιού του χορηγού, Γεώργιου Στ. Γαλάτη, ο οποίος υποστήριξε ότι η νέα επιγραφή μειώνει την αξία της δωρεάς και την ευγνωμοσύνη στον δωρητή (Πηγή 39).

 

«Η Ερμούπολις εν τη εποχή της του Περικλέους»

Στη συνεδρίαση της 29 Δεκεμβρίου 1888 το δημοτικό συμβούλιο εξέλεξε με μυστική ψηφοφορία τριμελή οργανωτική επιτροπή, αποτελούμενη από τον πρόεδρο Δημήτριο Βοκοτόπουλο και τους συμβούλους Ιωάννη Μουμουντζή και Αντώνιο Νεγρεπόντε. Την προεδρία της επιτροπής είχε ο δήμαρχος. Στην ίδια συνεδρίαση εγκρίθηκε πίστωση 12.000 δραχμών για την κάλυψη των δαπανών της τελετής και επιλέχθηκε ο Δ. Βοκοτόπουλος για την εκφώνηση του πανηγυρικού λόγου (Πηγή 40). Στα τέλη Ιανουαρίου 1889 τα μέλη της επιτροπής και ο δήμαρχος μετέβησαν στην Αθήνα για την επίσημη πρόσκληση του βασιλιά και της κυβέρνησης. Η επίσκεψη στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη συνοδεύτηκε από την υπόσχεση αποστολής στρατού για τη μεγαλόπρεπη τελετή, ενώ ο υπουργός Ναυτικών Γεώργιος Θεοτόκης υποσχέθηκε την αποστολή ναυτικού αγήματος. Στα ανάκτορα, ο βασιλιάς δέχτηκε με εγκαρδιότητα την επιτροπή και αποδέχτηκε την πρόσκληση. Η δε ημερομηνία των αποκαλυπτηρίων θα οριζόταν βάσει του βασιλικού προγράμματος (Πηγή 41) και κατόπιν συνεργασίας του υπασπιστή του βασιλιά Ευθ. Χατζηπέτρου με τον δήμαρχο Ερμούπολης (Πηγή 42).

Από μόνη της, η παρουσία του βασιλιά, αλλά και πολλών εξεχόντων προσώπων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, προσέδιδε στην τελετή πανελλήνιο χαρακτήρα. Οι εορτασμοί έπρεπε, λοιπόν, να είναι αντάξιοι της μεγάλης τιμής για την πόλη, αλλά και του εθνικού και πανελλήνιου χαρακτήρα τους. Στις 10 Φεβρουαρίου το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε παμψηφεί συμπληρωματική πίστωση 30.000 δραχμών, που κρίθηκε αναγκαία για την υποδοχή του βασιλιά (Πηγή 43). Προτού ακόμα οριστικοποιηθεί η ημερομηνία των αποκαλυπτηρίων, στις 17 Μαρτίου 1889 η δημοτική αρχή απηύθυνε δημόσιο κάλεσμα στο πανελλήνιο (Πηγή 44). Παράλληλα, η Ερμούπολη προετοιμαζόταν για την πιο λαμπρή παρουσία της.
Πλήθος δημοσιευμάτων σε τοπικές και αθηναϊκές εφημερίδες ενημέρωναν τακτικά και λεπτομερώς για τις πολύμηνες προετοιμασίες εν αναμονή του πάνδημου εορτασμού. Σημαίες, θυρεοί, είδη φωταψίας και πυροτεχνήματα παραγγέλθηκαν στη Γαλλία και τη Γερμανία. Τα ξενοδοχεία ανακαινίστηκαν και επιπλώθηκαν με νέα πολυτελή έπιπλα. Το σπίτι του δημάρχου, όπου θα διέμενε η βασιλική οικογένεια, αλλά και άλλες μεγαλοαστικές οικίες διαρρυθμίστηκαν κατάλληλα και ανακαινίστηκαν με έπιπλα από το εξωτερικό για τη φιλοξενία των επίσημων προσκεκλημένων. Για τον καλλωπισμό της πόλης μεταφέρθηκαν από την Αθήνα και φυτεύτηκαν στις πλατείες δέντρα και διακοσμητικοί θάμνοι, και οι δρόμοι επισκευάστηκαν (ενδεικτικά, Πηγή 45). Σε μικρό διάστημα έγιναν τόσα έργα όσα δεν έγιναν επί σειρά ετών, εξασφαλίζοντας έτσι δουλειά σε εργάτες και τεχνίτες (Πηγή 46). Στο τοπικό έντυπο «Εφημερίς», η πόλη βλέπει τον εαυτό της «εν τη εποχή της του Περικλέους», (Πηγή 47).

Σειρά πιστώσεων εγκρίθηκαν αφειδώς από το δημοτικό συμβούλιο. Ενδεικτικά, 7.000 δραχμές για την επισκευή και διακόσμηση της δημοτικής Λέσχης «Ελλάς», όπου θα δινόταν χορός προς τιμήν του βασιλιά (Πηγή 48), 1.000 δραχμές για τον εξωτερικό στολισμό και τη φωταγώγηση του ναού της Μεταμόρφωσης (Πηγή 43), και συνολικά 2.002,44 δραχμές για την πλακόστρωση γύρω από το βάθρο του ανδριάντα [αρχικά εγκρίθηκαν 958,44 δραχμές και αργότερα χρειάστηκε συμπληρωματική πίστωση 944 δραχμών] (Πηγές 48, 36). Ακόμα και για την αγορά νέων μουσικών οργάνων της σχολής Απόρων Παίδων εγκρίθηκαν 5.000 δραχμές (Πηγή 49), καθώς τέθηκε με βασιλικό διάταγμα υπό την προστασία του βασιλιά (Πηγή 50). Λίγες μέρες πριν από τα αποκαλυπτήρια οι δημοτικές δαπάνες είχαν φτάσει περί τις 100.000 δραχμές, χωρίς να υπολογίζονται εκείνες των πολιτών για την ανακαίνιση και διακόσμηση των σπιτιών τους (Πηγή 51). Ο τελικός απολογισμός των δαπανών του Δήμου εκτίναξε το ποσό στις 116.150,65 δραχμές. Έναν μήνα μετά τους εορτασμούς, με αφορμή το αίτημα του δημάρχου για έγκριση συμπληρωματικής πίστωσης 38.000 δραχμών, οι επικρίσεις της αντιπολίτευσης για άσκοπες και υπερβολικές δαπάνες απαντήθηκαν με τα επιχειρήματα της βραχύτητας του χρόνου, του επείγοντος της εκτέλεσης και του εθνικού χαρακτήρα των εορτών (Πηγή 9).

 

Η άφιξη του βασιλιά και η τριήμερη παραμονή στη Σύρο

Η βασιλική οικογένεια έφτασε στη Σύρο στις 22 Απριλίου με το πλοίο «Αμφιτρίτη», όπου και διανυκτέρευσε. Τα πολεμικά «Μιαούλης» και «Ψαρά» είχαν συνοδεύσει το βασιλικό πλοίο, ενώ δύο μέρες πριν είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι ναυτική μοίρα, αποτελούμενη από τα πλοία «Πηνειός», «Αχελώος», «Ευρώτας» και «Αλφειός».
Την επομένη, ημέρα των αποκαλυπτηρίων, ο βροχερός καιρός προκάλεσε ανησυχία στους διοργανωτές για την πιθανή ανατροπή στο σχέδιο μιας λαμπρής φωταψίας. Στην πόλη, παντού κυμάτιζαν σημαίες. Θυρεοί και τρόπαια με τις νίκες του Μιαούλη και επιγραφές με ιστορικά γεγονότα είχαν αναρτηθεί σε σημαιοστολισμένες στήλες, σπίτια και καταστήματα ήταν δαφνοστολισμένα. Στην πλατεία του τελωνείου, μπροστά στη μεγαλοπρεπή -και διακοσμημένη με μικρές σημαίες, θυρεούς και δάφνες- αψίδα που είχε στηθεί, ο Νομάρχης, η δημοτική αρχή, άλλοι επίσημοι και πλήθος κόσμου περίμεναν τη βασιλική οικογένεια και τους επισήμους που τη συνόδευαν. Η αποβίβαση έγινε περί τις 10 π.μ. υπό τους ήχους κανονιοβολισμών από όλα τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι. Τον βασιλιά, ντυμένο με στολή ναυάρχου, προσφώνησε ο δήμαρχος. Επίσημοι και κόσμος μετέβησαν στον ναό του Αγ. Νικόλαου, όπου τελέστηκε δοξολογία προς τιμήν του βασιλιά, χοροστατούντος του αρχιεπισκόπου Μεθόδιου (ενδεικτικά, Πηγές 23, 52). Εντός του ναού είχε στηθεί επίχρυσος θρόνος για τη βασιλική οικογένεια, ενώ οι θέσεις των επισήμων διαχωρίζονταν με κιγκλίδωμα (Πηγή 53). Το μεσημέρι παρατέθηκε επίσημο γεύμα στο σπίτι του δημάρχου, παρουσία επίλεκτων καλεσμένων. Ακολούθησε η τελετή της αποκάλυψης του μνημείου, και η πρώτη μέρα των εορτασμών ολοκληρώθηκε με δείπνο στο πλοίο «Αμφιτρίτη». Αργά το βράδυ, οι υπουργοί Ναυτικών Γ. Θεοτόκης και Εσωτερικών Στέφανος Δραγούμης αναχώρησαν για την Αθήνα (Πηγές 23, 52).

Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς επισκέφτηκε δημόσια ιδρύματα (ορφανοτροφείο, Σχολή Απόρων Παίδων, πτωχοκομείο κλπ.), το νεώριο και βιοτεχνίες της Ερμούπολης. Το ίδιο βράδυ παρέστη στον χορό που δόθηκε προς τιμήν του στη Λέσχη «Ελλάς». Την τρίτη ημέρα, το βασιλικό πρόγραμμα περιλάμβανε γεύμα στο σπίτι του εκλιπόντος χορηγού Σταμάτιου Ι. Πρώιου και στη συνέχεια επίσκεψη σε φιλανθρωπικά καταστήματα στην Άνω Σύρο. Το ίδιο βράδυ η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ύδρα (Πηγή237).

 

 


ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ / ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Λιθογραφία Ανδρέα Μιαούλη από τον Karl Krazeisen, Εθνική Πινακοθήκη -Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, προσβάσιμο στο http://www.nationalgallery.gr/el/sulloges/collection/sulloges/andreas-miaoulis-2.html (ανάκτηση: 21/1/2020).
  2. Προσωπογραφία του Ανδρέα Μιαούλη, ελαιογραφία σε μουσαμά του Διονυσίου Τσόκου, 1859, Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, προσβάσιμο στο http://www.nhmuseum.gr/el/fakelos-syllogon/antikeimena/8629_el/ (ανάκτηση: 21/1/2020).
  3. Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία – τυπολογία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2011, σ. 123-124, 131, 132.
  4. Μαρκάτου Θεοδώρα, Ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος, 1863-1940. Η ζωή και το έργο του, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 62-67, 76-81.
  5. εφ. Ακρόπολις, αρ. φ. 2354, 28/11/1888, σ. 2.
  6. εφ. Εβδομάς, αρ. φ. 47, 19/11/1888, σ. 1-2.
  7. εφ. Ήλιος (Ερμούπολη), αρ. 247, 16/3/1889, σ. 3.
  8. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2020.
  9. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Ερμούπολης (στο εξής ΠΔΣΕ), Συν. 80, 26/5/1889.
  10. εφ. Εφημερίς (Αθήνα), αρ. φ. 52, 21/2/1889, σ. 2.
  11. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 59, 28/2/1889, σ. 3.
  12. εφ. Πατρίς (Ερμούπολη), αρ. φ. 1184, 23/4/1889, σ. 1-2.
  13. Λούκος Χρήστος, Πεθαίνοντας στη Σύρο τον 19ο αιώνα. Οι μαρτυρίες των διαθηκών, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σ. 310, 174, 180.
  14. εφ. Πανόπη (Ερμούπολη), αρ. φ. 1017, 31/3/1884, σ. 2-3.
  15. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. ΛΔ΄, 11/6/1884.
  16. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. ΜΒ΄, 15/10/1884.
  17. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. ΡΕ΄, 1/9/1886.
  18. εφ. Πατρίς (Ερμούπολη), αρ. φ. 1176, 11-3-1889, σ. 1.
  19. εφ. Ήλιος, αρ. φ. 249, 31/3/1889, σ. 2.
  20. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 80, 7/4/1889, σ. 1.
  21. εφ. Ήλιος, αρ. φ. 251, 20/4/1889, σ. 1.
  22. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 82, 22/4/1889 – Παράρτημα.
  23. εφ. Ήλιος, αρ. φ. 252, 28/4/1889, σ. 1-3.
  24. εφ. Πατρίς, αρ. φ. 1185, 29/4/1889, σ. 2-3.
  25. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, Έμμετρος προσφώνησις Ιωάννου Γ. Φραγκιά προς τον ανδριάντα του Α. Μιαούλη κατά τα αποκαλυπτήρια αυτού, τελεσθέντα εν Ερμουπόλει επί παρουσία της βασιλικής οικογενείας τη 23 Απριλίου 1889, φακ. 1174/135.
  26. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 84, 6/5/1889, σ. 2-3.
  27. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 81, 15/4/1889, σ. 2-3.
  28. Εφημερίς (Αθήνα), αρ. φ. 112, 22/4/1889, σ. 2.
  29. Εφημερίς, αρ. φ. 111, 21/4/1889, σ. 2.
  30. εφ. Πατρίς, αρ. φ. 1184, 23/4/1889, σ. 7.
  31. Τραυλός Ιωάννης, Κόκκου Αγγελική, Ερμούπολη: η δημιουργία μιας νέας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, έκδ. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1980, σ. 205-206.
  32. εφ. Πανόπη (Ερμούπολη), αρ. φ. 1140, 29/6/1888, σ. 1-2.
  33. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 30, 15/1/1888.
  34. Δελτίον της Εστίας, τεύχ. 499 (20 Ιουλίου 1886) 2.
  35. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 8, 30/10/1887.
  36. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 81, 14/6/1889.
  37. εφ. Ήλιος, αρ. 248, 25/3/1889, σ. 1.
  38. εφ. Εφημερίς, αρ. 79, 24/3/1889, 1-3.
  39. εφ. Πατρίς, αρ. φ. 1180, 30/3/1889, σ. 1.
  40. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 63, 29/12/1888.
  41. εφ. Ήλιος, αρ. φ. 241, 2/2/1889, σ. 1.
  42. εφ. Εφημερίς (Αθήνα), αρ. φ. 70, 11/3/1889, σ. 2.
  43. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 70, 10/2/1889.
  44. εφ. Εφημερίς (Ερμούπολη), αρ. φ. 81, 15/4/1889, σ. 1-2.
  45. εφ. Ήλιος, αρ. φ. 245, 5/3/1889, σ. 2.
  46. εφ. Καιροί, αρ. φ. 37, 21/2/1889, σ. 2.
  47. εφ. Εφημερίς, αρ. φ. 82, 22/4/1889, σ. 2.
  48. ΓΑΚ Ν. Κυκλάδων, ΠΔΣΕ, Συν. 67, 1/2/1889.
  49. εφ. Καιροί, αρ. φ. 31, 14/2/1889, σ. 2.
  50. εφ. Εφημερίς (Αθήνα), αρ. φ. 82, 23/3/1889, σ. 2.
  51. εφ. Εφημερίς (Ερμούπολη), αρ. φ. 81, 15/4/1889, σ. 3-4.
  52. εφ. Πατρίς, αρ. φ. 1185, 29/4/1889, σ. 1-3.
  53. εφ. Καιροί, αρ.φ. 96, 22/4/1889, σ. 2.

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

 

end faq