Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902 ή 1903. Από μικρή ηλικία εμφάνισε ιδιαίτερη έφεση στη ζωγραφική και το σχέδιο, δεξιότητα που δεν ενθαρρύνθηκε από την οικογένειά του. Μεταξύ 1924-1930 σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάστηκε στη Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχαίων και Βυζαντινών Μνημείων του υπουργείου Παιδείας (1926-1927), δίπλα στον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. Από το 1930 μέχρι το 1938 εργάστηκε ως διακοσμητής στο Γραφείο Μελετών Νέων Σχολικών Κτηρίων των Πόλεων του υπουργείου Παιδείας, όπου σχεδίαζε σχολικά συγκροτήματα (Άνω Σύρου, Κηφισιάς, Άρτας), ναούς και μουσεία. Ήταν ένας από τους 24 γλύπτες που το 1931 εργάστηκαν για τη φιλοτέχνηση των εννέα Μουσών και των τριών Χαρίτων, παραγγελία που είχε δοθεί στο «Σωματείο Ελλήνων Γλυπτών» με προορισμό την πλατεία της Ομόνοιας. Το 1932 εντάχθηκε στην «Ομάδα Τέχνης», και πήρε μέρος στις εκθέσεις της μέχρι και το 1940. Μεταξύ 1933-1934 δίδαξε στη Σιβιτανίδειο Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων. Το 1937, επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τις εικαστικές αναζητήσεις της εποχής και εκπροσώπους της αφαίρεσης. Σημαντική επιρροή στο έργο του άσκησε, τότε, ο Charles Despiau (1874-1946). Το 1949, μία ολιγόμηνη υποτροφία του γαλλικού κράτους του πρόσφερε τη δυνατότητα να μελετήσει τα έργα του Auguste Rodin (1840-1917) και να εργαστεί στο ατελιέ του Marcel-Antoine Gimond (1894-1961) αλλά και στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Joseph-René Binet (1866-1911). Επαφές είχε τότε και με τον Henri Laurens (1885-1954), σημαντικό εκπρόσωπο των πρωτοποριακών τάσεων της περιόδου. Στο διάστημα 1952-1954, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., μετέβη στην Ιταλία, όπου μελέτησε την ετρουσκική, αιγυπτιακή και ελληνική γλυπτική, και ειδικεύτηκε σε τεχνικές χύτευσης ορυχάλκινων γλυπτών σε εργαστήρια σημαντικών καλλιτεχνών. Την περίοδο 1960-1988 υπήρξε μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Société Européenne de Culture Prés la Bienale της Βενετίας, στην οποία είχε ενταχθεί από το 1956.
Παραγωγικότατος μέχρι το τέλος της ζωής του, οργάνωσε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με πρώτη το 1936 (γκαλερί Στρατηγοπούλου) και την τελευταία όντας 101 χρόνων, το 2002 (Γκαλερί Αστρολάβος-Art life, Αθήνα). Συμμετείχε, επίσης, σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, οι Biennale της Βενετίας (1940, 1956, 1964, 1993, 1995) και του Σάο Πάολο (1957), παρισινά Salon, καθώς και εκθέσεις του «Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών», των ομάδων «Τέχνη», «Στάθμη», «Αρμός» και «Τομή» και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και Εκπαίδευση στην Τέχνη», των οποίων υπήρξε μέλος. Η γλυπτική του αντλεί στοιχεία από την αρχιτεκτονική, με πολλά έργα του να λειτουργούν ενσωματωμένα στον ιστό της πόλης. Συνεργάστηκε επανειλημμένως με αρχιτέκτονες, και βραβεύτηκε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, καθώς και για έργα που κοσμούν ή προορίζονταν για δημόσιους χώρους. Μεταξύ άλλων, κέρδισε το Α΄ βραβείο για το μνημείο του Ζαλόγγου (1954-1961) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, για το γλυπτό που κοσμεί την είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (1966) και για το Μνημείο Πεσόντων του Δήμου Νίκαιας. Διακρίθηκε, επίσης, για τις μελέτες του για τη διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας (1958-1960) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Κ. Μπίτσιο, της πλατείας Κλαυθμώνος (1981) και του Μνημείου Εθνικής Αντίστασης στο Γοργοπόταμο (1986) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Α. Τομπάζη, οι οποίες δεν υλοποιήθηκαν.
Ο «αιώνιος έφηβος», όπως αποκαλείται λόγω της συνεχούς αναπροσαρμογής του έργου του στις εκφραστικές δυνατότητες του αιώνα, πέθανε πλήρης ημερών στις 11 Μαΐου 2004. Λίγο πριν από τον θάνατό του (Φεβρουάριος 2004), ίδρυσε το κοινωφελές «Ίδρυμα Γεωργίου Ζογγολόπουλου», στο οποίο κληροδότησε το γλυπτικό αλλά και ζωγραφικό έργο του, καθώς και εκείνο της συζύγου του και ζωγράφου, Ελένης Πασχαλίδου (1909-1991).
Η εικαστική πορεία του Γιώργου Ζογγολόπουλου ξεκίνησε από τη ρεαλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής σε γύψο, μάρμαρο, πέτρα και ορείχαλκο, και σταδιακά προχώρησε στη σχηματοποίηση και την αφαίρεση. Στο πρώιμο έργο του είναι εμφανείς οι επιδράσεις των αρχαϊζόντων της Γαλλικής Σχολής (Θανάσης Απάρτης, Μπέλλα Ραφτοπούλου κ.ά.) Με κύρια υλικά το μάρμαρο και τον ορείχαλκο, ασχολήθηκε με παραγγελίες προτομών και μνημείων, ακολουθώντας την επικρατούσα τάση για πιστή απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών και ρεαλιστικές διατυπώσεις. Αν και με κάποιες δειλές απόπειρες διείσδυσης στον χαρακτήρα των εικονιζόμενων προσώπων, μέχρι περίπου το 1950 ακολούθησε τα ακαδημαϊκά πρότυπα. Αντιπροσωπευτικά έργα της περιόδου είναι η ορειχάλκινη προτομή του ζωγράφου και γλύπτη Μίμη Βιτσώρη (1934, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας), η μαρμάρινη προτομή του Ανδρέα Μιαούλη (1937) στη Λεωφόρο των Ηρώων στο Πεδίον του Άρεως, οι οικογενειακοί τάφοι των Ηλία Γεωργακόπουλου (1939) και Ευστράτιου Κυρλόγλου-Ευστρατιάδη (1943), στο Α΄ και Β΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, αντίστοιχα, και το Ηρώο του Κερατσινίου (1948). Μαζί με τους Μιχάλη Τόμπρο, Νίκο Περαντινό, Λάζαρο Λαμέρα κ.ά., συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους δημιουργούς ηρωικών μορφών της γενιάς του 1930.
Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος συνέτεινε στον αναπροσανατολισμό της γλυπτικής του, όπως, άλλωστε, και πολλών άλλων γλυπτών της γενιάς του. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διετής παραμονή του στην Ιταλία (Ρώμη, Μιλάνο, Φλωρεντία, Πιστόια). Άρχισε τότε η σταδιακή απομάκρυνσή του από τα ακαδημαϊκά πρότυπα και εισαγωγή αφαιρετικών στοιχείων. Για περίπου μία δεκαετία (1955-1965) γεωμετρικοποιεί τις φόρμες του και δίνει έμφαση «στον περιορισμό στο ουσιαστικό, τις ταραγμένες επιφάνειες και την εξπρεσσιονιστική διάθεση» (ενδεικτικά, Ηρώο Ζαλόγγου, 1954-61˙ Μνημείο πεσόντων στην Κοκκινιά, 1956). Σταδιακά, στα έργα του υπερισχύει η κονστρουκτιβιστική γεωμετρικότητα (ενδεικτικά, Πουλί, Νησί, Ελιά, έργα του 1962˙ Καλάβρυτα, 1963˙ Δελφοί, 1964˙ Κυκλώπειο, 1967 και Αφαία, 1968), αν και το 1963, με τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό για τον έφιππο ανδριάντα του Γεώργιου Καραϊσκάκη επιστρέφει σε παλαιότερες πλαστικές φόρμες με εξπρεσιονιστική διάθεση (πήρε το τρίτο βραβείο). Από το 1970 παγίωσε τις συνθέσεις με χρησιμοποίηση νέων υλικών, αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία: μέταλλο, νίκελ, γυαλί, πλεξιγκλάς, μεγεθυντικούς φακούς, ελατήρια, καρφιά, σωλήνες, ομπρέλες και βέργες σε ποικίλους συνδυασμούς. Με την εισαγωγή της κίνησης στα γλυπτά του εισήγαγε και την έννοια του χρόνου. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο συνδυασμός οπτικοκινητικών στοιχείων με ακουστικά χαρακτηριστικά, στερεών και ρευστών στοιχείων, στατικών και κινητικών τύπων, και, γενικότερα, οι μορφολογικές καινοτομίες, αποκόπτουν τον Ζογγολόπουλο από τους καθιερωμένους νόμους της πλαστικής. Στα πιο ξεχωριστά και γνωστά έργα του στον δημόσιο χώρο συγκαταλέγονται, ο Φακός με καμινάδες (1987), Χωρίς τίτλο (1990 και 1993), οι Ομπρέλες (Βρυξέλλες, 1995 και Θεσσαλονίκη, 1997), Αίθριο (κεντρικός σταθμό μετρό, πλατεία Συντάγματος, 1999), Πεντάκυκλο (πλατεία Ομονοίας, 2001), Ολυμπιακοί Κύκλοι (Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», 1991).
ΠΗΓΕΣ
Κοντελεντζίδου Δωροθέα, «Γιώργος Ζογγολόπουλος», σειρά Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί, εφ. Τα Νέα, χ.χ.
Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία, Μέλισσα, Αθήνα, 2011, σ. 153-154, 167, 297, 300.
Μυκονιάτης Ηλίας, Ελληνική Τέχνη. Νεοελληνική Γλυπτική, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 223-224.
Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800 - 1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 126-129, 248-249.
Ιστ. Ιδρύματος Γεώργιου Ζογγολόπουλου στο http://www.zongolopoulos.gr/el/oi-kallitehnes/giorgos-zoggolopoulos/biografiko/ (ανάκτηση: 18/10/2019).
Ιστ. Εθνική Πινακοθήκη. Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. Ίδρυμα Ευρυπίδη Κουτλίδη, στο https://web.archive.org/web/20160304190856/http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?sel=680&artist_id=4720http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?sel=680&artist_id=4720 (ανάκτηση: 18/10/2019).
Στη φωτογραφία, ο Γ. Ζογγολόπουλος με το έργο του «Κενό και Σφαίρα» στο http://www.zongolopoulos.gr/el/oi-kallitehnes/giorgos-zoggolopoulos/fotografies/ (ανάκτηση: 18/10/2019)