Όνομα Αλφαβητικά

# Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

# A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Επιλέξτε το όνομα

Μακρυγιάννης Ιωάννης

Έμπορος και τοκιστής κατά την προεπαναστατική περίοδο, στρατιωτικός και πολιτικός της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου. Αντικαποδιστριακός και αντι-οθωνικός συνέδεσε το όνομά του με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Μορφή του 1821 που καθιερώθηκε στη συλλογική μνήμη μέσα από τις ιδεολογικοποιημένες φιλολογικές αναγνώσεις των «Απομνημονευμάτων» του και την αναπαραγωγή τους από την παραδοσιακή ιστοριογραφία.

Γεννήθηκε στο Αβορίτι της Δωρίδας περί τα μέσα της δεκαετίας του 1790 και πέθανε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 1864. Γόνος της οικογένειας των «Τριανταφυλλοδηµητραίων», για την οποία οι πληροφορίες είναι ελάχιστες και προέρχονται από την τοπική προφορική παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν, μετά τον θάνατο του πατέρα, Δημήτριου Τριανταφύλλου, η μητέρα, Βασιλική, οι τρεις γιοι (Ευστάθιος, Γεώργιος και Γιάννης) και οι άγνωστων ονομάτων και αριθμού κόρες, εγκαταστάθηκαν στη Λιβαδειά. Εκεί, ο έφηβος Μακρυγιάννης δούλεψε ως υπηρέτης σε σπίτια, δραστηριότητα που συνέχισε δίπλα στους αδελφούς Λιδωρίκη, το 1810 στο σπίτι του προύχοντα Παναγιωτάκη, στη Φωκίδα, και τον επόμενο χρόνο στην Άρτα, ως επιστάτης σε εκείνο του Αθανάσιου, γραμματικού και µουχουρδάρη (σφραγιδοφύλακα) του Αλή Πασά Τεπελενλή. Από το 1814, παράλληλα µε τα καθήκοντά του, ξεκίνησε δικές του επιχειρηματικές δραστηριότητες, αξιοποιώντας την επιρροή και το ευρύ πελατειακό δίκτυο του Θ. Λιδωρίκη. Σε μια δύσκολη οικονομικά συγκυρία για την περιοχή, επιδόθηκε με αξιοσημείωτη δεξιοσύνη σε εμπορικές και τοκογλυφικές δραστηριότητες, από τις οποίες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, απέκτησε σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία, ώστε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ευπορότερους χρηματέμπορους της Άρτας.

Η ένταξη και καταξίωσή του στο περιβάλλον των εμπόρων και προυχόντων τον έφερε σε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες, και λίγο πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Τον Μάρτιο του 1821, η αποστολή του φιλικού έμπορου στην Πάτρα, με εντολή να συλλέξει πληροφορίες περί της επικείµενης εξέγερσης, κατέληξε στη σύλληψή του από τις οθωμανικές αρχές. Η φυλάκισή του, από την οποία κατόρθωσε να δραπετεύσει δωροδοκώντας, καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του. Εγκατέλειψε, τότε, το επάγγελµα του εµπόρου-τοκιστή και τάχθηκε στην υπηρεσία της Επανάστασης ως µπουλουκτσής, επικεφαλής και χρηματοδότης μικρής ένοπλης οµάδας υπό την αρχηγία ισχυρών οπλαρχηγών, αρχικά του Γώγου Μπακόλα, στη δυτική Στερεά, και έπειτα των Οδυσσέα Ανδρούτσου και Γιάννη Γκούρα, στην ανατολική Στερεά. Από το 1822, βιώνοντας άμεσα  τις αντιθέσεις μεταξύ Διοίκησης και οπλαρχηγών, και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των τελευταίων, με εφόδιο δεξιότητες που είχε αποδείξει στους κοινωνικούς και επιχειρηματικούς κύκλους του πρότερου βίου του, τάχθηκε υπέρ της πολιτικής διαχείρισης των αντιθέσεων από την κεντρική διοίκηση, στον αντίποδα της αρματολικής παράδοσης.

Ακροβατώντας μεταξύ παράδοσης και νεοτερικότητας, συγκρότησε την πολιτική αντίληψή του για την Επανάσταση μέσα στη δίνη των εμφύλιων πολέμων (1823-1825). Με καλά υπολογισμένους ελιγμούς και τη σπάνια ικανότητά του να κρατά ισορροπίες, μετεωρίστηκε μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος, και τελικά συντάχθηκε με τη μερίδα των Κουντουριώτη, Κωλέττη και Μαυροκορδάτου, που επιδίωκε ισχυρή κεντρική διοίκηση και ευρωπαϊκούς θεσμούς, απέναντι στις παραδοσιακές τοπικές εξουσίες. Στην οπτική του Μακρυγιάννη, η ισχυρή Διοίκηση αποτελούσε εγγύηση για την αποτελεσματική διαχείριση του πολέμου για το συλλογικό καλό. Η στάση του ανταμείφθηκε με οικονομική στήριξη και τάχιστη αναρρίχηση στη στρατιωτική ιεραρχία της Επανάστασης, αρχικά με τον βαθμό του χιλίαρχου (Οκτώβριος 1823), σύντομα του αντιστράτηγου (Αύγουστος 1824) και -με την επικράτηση των «κυβερνητικών»- με τον ανώτατο βαθμό του στρατηγού (Δεκέμβριος 1824). Αν μέχρι το τέλος του 1824 πολέμησε περισσότερο στους εμφύλιους παρά εναντίων των Οθωμανών, η πρώτη εμπειρία του με αντίπαλο στρατό δυτικών προδιαγραφών στις επιχειρήσεις εναντίον του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο (1825), συνδέται με μια νέα επιλογή ζωής. Μέσω του γάμου του με την Αικατερίνη (Κατίγκω), κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, ενσωματώθηκε στους κύκλους των νοικοκυραίων της Αθήνας. Κατατάχθηκε τότε στο Τακτικό και πολέμησε εναντίον του Κιουταχή, στην Αθήνα (1826) υπό τον Γ. Γκούρα και στον Πειραιά (1827) υπό τον Καραϊσκάκη.

Στη νέα τάξη πραγμάτων που επιβλήθηκε επί Καποδίστρια και εδραιώθηκε στο εθνικό κράτος κατά τη βασιλεία του Όθωνα, σε μία μακρά και γεμάτη εντάσεις διαδικασία ενσωματώσεων και αποκλεισμών των παραδοσιακών δυνάμεων και τρόπων του πολιτεύεσθαι, υπερασπίστηκε τους «σωματικώς» μετέχοντες στην Επανάσταση, βιώνοντας την περιθωριοποίησή τους από το νέο σύστημα εξουσίας ως τη μέγιστη αδικία. Σύμφωνα με τον Νίκο Θεοτοκά, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1840, «θα πασχίζει να βρει το πεδίο του συμβιβασμού, να μετριέται με τους κοινούς τόπους και να διατυπώνει τα δίκαια των συμπολεμιστών του στους νέους κώδικες που συνόδευαν την εδραίωση της εθνικής εξουσίας». Σε αυτήν την κατεύθυνση εγγράφονται σειρά επιλογών και στάσεών του, από διάφορες θέσεις που κατέλαβε στον κρατικό μηχανισμό ή τη στρατιωτική ιεραρχία: σύνταξη με το αντικαποδιστριακό μέτωπο των «Συνταγματικών», λίγο πριν από τη δολοφονία του Κυβερνήτη και κατά τον εμφύλιο που ακολούθησε, δραστηριοποίηση σε συνωμοτικούς κύκλους για την εκδίωξη των Βαυαρών, συμμετοχή στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και στις εργασίες της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του συντάγματος, ως πληρεξούσιος Αθηναίων. Στην πιο πρόσφατη ιστοριογραφική ανάγνωση του «συντάγματος» του Μακρυγιάννη, ο Ν. Θεοτοκάς υποστηρίζει ότι «αποτελούσε περισσότερο ένα συμβολικό πλαίσιο έκφρασης του συνόλου των αντιδράσεων του παραδοσιακού κόσμου στη νέα τάξη πραγμάτων, με αιχμή την επιθυμητή διαπραγμάτευση με την κεντρική εξουσία και την αφομοίωση στο πολιτικό σύστημα των παραδοσιακών δυνάμεων που περιθωριοποιούσε η νέα κατάσταση».
Μετά το 1844, ο Μακρυγιάννης αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, χωρίς να πάψει να ενημερώνεται για τα συμβαίνοντα. Το 1853 καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του Όθωνα, αλλά αμνηστεύθηκε με τη μεσολάβηση του Δημήτριου Καλλέργη. Τα τραύματα που είχε υποστεί σε μάχες -ιδίως εκείνο στο κεφάλι κατά τη μάχη του Σερπετζέ (1827)- είχαν κλονίσει την υγεία του, σωματική και ψυχική. Αφοσιωμένος σε μια μυστικιστική επικοινωνία με τα θεία, με εξαντλητική προσευχή και σωματικές δοκιμασίες, ολοκλήρωσε τα «Απομνημονεύματά» του, που είχε ξεκινήσει το 1829, και ασχολήθηκε με ένα άλλο χειρόγραφο με τίτλο «Οράματα και θάματα», όπου περιγράφονται προσευχές, όνειρα, οράματα και θαύματα. Λίγο πριν από τον θάνατό του (27 Απριλίου 1864), εκλέχθηκε πληρεξούσιος στη Β΄ Εθνική Συνέλευση με τον βαθμό του αντιστράτηγου.

Ως μορφή του 1821, ο Μακρυγιάννης αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ιδεολογικοποιημένων προσεγγίσεων, με κατάχρηση των τεκμηρίων και ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, τις οποίες κληροδότησε και στην ιστοριογραφία η φιλολογία των αρχών του 20ου αιώνα (Γ. Βλαχογιάννης, Κ. Παλαμάς, Γ. Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, Δ. Φωτιάδης, Ηλ. Βενέζης, Γ. Βαλέτας, Κ. Θ. Δημαράς κ.ά.), με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στον αντίποδα της ιδεολογικής φόρτισης που απέκτησε στη συλλογική μνήμη ο «εκφραστής της ελληνικής ψυχής» και των ιδανικών «της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της γενναιότητας», η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία της τελευταίας εικοσαετίας έθεσε υπό αμφισβήτηση τις καθιερωμένες «βεβαιότητες» για τη δημόσια εικόνα του. Στην πιο σύγχρονη και εμπεριστατωμένη μελέτη από τον Νίκο Θεοτοκά (2012), ο Μακρυγιάννης προσεγγίζεται ενταγμένος στα συμφραζόμενα της εποχής του, όπου το παλιό διαπλέκεται με το καινούργιο σε μια μακροχρόνια και σύνθετη διαδικασία. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο στερεοελλαδίτης έμπορος, στρατιωτικός και πολιτικός διαχειρίστηκε τις προκλήσεις που έθεσε η Επανάσταση και το εθνικό κράτος με τα νοητικά εργαλεία που διέθετε, τα κίνητρα και τις ιδιαίτερες στοχεύσεις του.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

Γιαννουλόπουλος Γιώργος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη: Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο, Αθήνα, Πόλις, 2003.

Θεοτοκάς Νίκος, Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2012.

- Μακρυγιάννης, στο Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος,  τ. 8, Τα Νέα, Αθήνα, 2010.

- «Μακρυγιάννης: Αναγνώσεις αναγνώσεων», στο Δ. Δημητρόπουλος, Κ. Δέδε (επιμ.), Η ματιά των άλλων. Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών /Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2012, σ. 91-99.

λ. «Μακρυγιάννης Γιάννης», Lexicon 1821, προσβάσιμο στο https://keni.panteion.gr/index.php/el/1821

Στάθης Παναγιώτης Γ.  «Επαναστάτης-νοικοκύρης-συνωμότης. Ο Μακρυγιάννης του Νίκου Θεοτοκά: μια ανανεωτική ματιά στο Εικοσιένα– μια παρέμβαση στη διαχείριση της δημόσιας ιστορίας», Χρόνος, 03 (07.2013), προσβάσιμο στο http://www.chronosmag.eu/index.php/pg-sths-ps-s-g-th.html (ανάκτηση: 24/3/2020)

 

Απεικόνιση: Λιθογραφία Ιωάννη Μακρυγιάννη από τον Karl Krazeisen, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, προσβάσιμο στο https://www.nationalgallery.gr/el/sulloges/collection/sulloges/ioannis-makrugiannis-2.html (ανάκτηση: 24/3/2020).