Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Καραϊσκάκη μέχρι την Επανάσταση είναι ασαφείς και αντιφατικές. Γεννήθηκε μάλλον στα τέλη της δεκαετίας του 1770 ή στις αρχές της επόμενης. Ήταν νόθος γιός του αρματολού του Βάλτου Δημητρίου Καραΐσκου και της καλόγριας Ζωής Ντιμισκή, γι’ αυτό και έλαβε το προσωνύμιο «ο γιος της καλογριάς». Για την καταγωγή του υπάρχουν δυο εκδοχές σύμφωνα με τις οποίες καταγόταν είτε από το Μαυρομάτι της Καρδίτσας είτε από τη Σκουληκαριά της Άρτας. Μεγάλωσε στην ορεινή περιοχή των Αγράφων και της δυτικής Ρούμελης. Το 1803 ή 1804 εντάχθηκε ως ένοπλος στην ομάδα του σαρακατσάνου καπετάνιου Κατσαντώνη. Μετά τη σύλληψη του Κατσαντώνη συνέχισε τη δράση του μαζί με άλλους ως κλέφτης. Το 1811 ως το 1820 ο Καραϊσκάκης έμεινε στην αυλή του Αλή Πασά Ιωαννίνων υπηρετώντας ως ένοπλος. Στη σύγκρουση του Αλή Πασά με την Πύλη ο Καραϊσκάκης αρχικά έμεινε στο πλευρό του Αλή, αλλά μετά τον εγκατέλειψε, μετακινήθηκε προς τις ορεινές επαρχίες της Άρτας και εντάχθηκε στα αρματολικά σώματα των συγγενών του. Με την εκδήλωση της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα εντάχθηκε στις επαναστατικές δυνάμεις και πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στην πολιορκία της Άρτας. Σκοπός του ήταν να διεκδικήσει το αρματολίκι των Αγράφων, το οποίο διεκδικούσαν και άλλοι. Το 1822 η Α΄ Εθνοσυνέλευση του έδωσε τον βαθμό του χιλίαρχου. Κατάφερε να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές του και κατέλαβε προσωρινά το αρματολίκι των Αγράφων. Στις 15 Ιανουαρίου 1823 στην περιοχή των Αγράφων πέτυχε την πρώτη του νίκη κατά των Οθωμανών. Το φθινόπωρο κατέφυγε στην Κεφαλονιά λόγω ασθένειας και τον Δεκέμβριο επέστρεψε στη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Αλ. Μαυροκορδάτο, οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε για προδοσία το 1824 αλλά εν τέλει αμνηστεύτηκε από την ελληνική διοίκηση. Μαζί με άλλους οπλαρχηγούς που ήταν δυσαρεστημένοι με τον Μαυροκορδάτο, προσχώρησε στο δίκτυο επιρροής του Ιωάννη Κωλέττη. Στις εμφύλιες συγκρούσεις τάχθηκε με την πλευρά των Κυβερνητικών.
Σταδιακά αντιλαμβανόμενος τις αλλαγές που έφερνε η Επανάσταση στη διοίκηση, ο Καραϊσκάκης επαναπροσδιόρισε τις διεκδικήσεις του και απομακρύνθηκε από τη διεκδίκηση των Αγράφων. Στην Πελοπόννησο πολέμησε στα Καλάβρυτα και στη μάχη στο Κρεμμύδι εναντίον του Ιμπραήμ, που κατέληξε σε ήττα. Το 1825 επέστρεψε στη Στερεά έχοντας πλέον διευθετήσει τη σχέση του με τη διοίκηση και του ανατέθηκε να σπάσει τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Η Διοίκηση τον όρισε αρχιστράτηγο της Στερεάς και του ανατέθηκε η αρχηγία των όπλων κατά του Κιουταχή. Με βάση ένα στρατηγικό σχέδιο που ανέκοπτε τον εφοδιασμό των αντιπάλων πέτυχε μια σειρά από νικηφόρες μάχες στην Αράχοβα, το Τουρκοχώρι και το Δίστομο με αποτέλεσμα να εδραιώσει την ελληνική κυριαρχία στη Ρούμελη. Το 1827 επέστρεψε στην Αττική στην οποία εξακολουθούσε η πολιορκία του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης για την αντιμετώπιση του Κιουταχή πρότεινε ένα στρατηγικό σχέδιο που στηριζόταν στις συνεχείς επιθέσεις πίσω από οχυρώσεις. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση όμως έδωσε την ευθύνη της επιχείρησης στον βρετανό στρατηγό Τσώρτς. Η επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή στην Ακρόπολη είχε αποφασιστεί για την 24η Απριλίου, όμως ο Καραϊσκάκης στις 22 είχε τραυματιστεί στο Φάληρο. Απεβίωσε στις 23 Απριλίου 1827 και κηδεύτηκε στη Σαλαμίνα. Το 1835 τα λείψανά του καθώς και όσων έπεσαν κατά την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέρθηκαν με ειδική τελετή στο Φάληρο και τοποθετήθηκαν σε μνημείο που ανεγέρθηκε τότε από τον Όθωνα ώστε να συμπέσει με την ενηλικίωσή του και την άνοδό του στον θρόνο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Γεώργιος Καραϊσκάκης», Lexicon 1821, KENI https://keni.panteion.gr/index.php/el/1821
Τζάκης Διονύσης, «Γρώργιος Καραισκάκης» στο Παναγιωτόπουλος Β. (επιμ.) Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, Τα Νέα- Ιστορική Βιβλιοθήκη, τ. 3, Αθήνα, 2010.
Εικόνα: Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen, nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Nature gezeichnet und herausegegeben von Karl Krazeisen, Μόναχο, 1831. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Συλλογή Χαρακτικών, αρ. κατ. 100192-13.