Όνομα Αλφαβητικά

# Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

# A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Επιλέξτε το όνομα

Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος

Φαναριώτης, από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες της επαναστατικής, της καποδιστριακής και της οθωνικής περιόδου, με ευρεία μόρφωση, οργανωτικά και διπλωματικά προσόντα, εισηγητής των πλέον συγκροτημένων προτάσεων για τη δημιουργία ενός συνταγματικού κράτους δυτικού τύπου. Εκφραστής της βρετανικής πολιτικής από το 1821 έως το τέλος της ζωής του, ιδεολογικά και πολιτισμικά στον αντίποδα των οπλαρχηγών της Επανάστασης, και στη συνέχεια ο ισχυρότερος αντίπαλος του Καποδίστρια, καθιερώθηκε στη συλλογική μνήμη μέσα από την καταγγελτική ματιά των αντιπάλων του, που στερεοτυπικά και μονομερώς αναπαρήχθη από την παραδοσιακή ιστοριογραφία.

Γόνος επιφανούς φαναριωτικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1791. Με ξεχωριστή μόρφωση και πολύγλωσσος, προοριζόταν να σταδιοδρομήσει σε υψηλές θέσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Από το 1812, γραμματέας και αργότερα μεγάλος ποστέλνικος δίπλα στον ηγεμόνα της Βλαχίας και θείο του, Ιωάννη Καρατζά, διακρίθηκε στη διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων και παράλληλα ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την εκπαίδευση, στην κατεύθυνση μιας ανανέωσης της ελληνικής παιδείας με τη χρήση απλούστερης γλώσσας. Από το Βουκουρέστι, στη Γενεύη και από εκεί το 1819 στην Πίζα, όπου εντός του κύκλου των «πεφωτισμένων» (Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, Ι. Καρατζάς, Ανδρέας Λουριώτης κ.ά.) μοιράστηκε προβληματισμούς για την κατάλληλη στρατηγική που θα οδηγούσε στην απαλλαγή των ελληνόφωνων χριστιανών από την οθωμανική κυριαρχία, και εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Σύμφωνα με τον Χρήστο Λούκο, η εκεί επαφή με κορυφαίους Φιλικούς (Αθανάσιο Τσακάλωφ και Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο) αλλά κυρίως με εκπροσώπους φιλελευθέρων εμπόρων και άγγλων ρομαντικών (Persy Bysshe Shelley, λόρδος Βύρων), «φαίνεται ότι ήταν η αφετηρία για μια στροφή στον φιλελευθερισμό και την αντίληψη, που σταδιακά έγινε πεποίθηση, ότι η Αγγλία, με τη ναυτική της υπεροχή, ήταν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να στηρίξει ένα ανεξάρτητο εθνικό ελληνικό κράτος». Έχοντας μελετήσει την κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατύπωσε το 1820 την πεποίθηση ότι δεν ήταν ικανή να αντισταθεί σε μια ενδεχόμενη έφοδο της Ρωσίας, ώστε έκρινε αναγκαία την υποκατάστασή της στη Βαλκανική από ανεξάρτητα χριστιανικά κράτη, ως ανάχωμα στη ρωσική κυριαρχία.

Αν και ανήκε στον κύκλο εκείνων που θεωρούσαν την επανάσταση πρόωρο εγχείρημα και προσπάθησαν να την εμποδίσουν, με την έναρξή της συγκέντρωσε χρήματα και πολεμικό υλικό, και μαζί με Έλληνες και φιλέλληνες έφτασαν στο Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1821. Σύντομα εδραίωσε την ηγετική παρουσία του με την εκλογή του ως προέδρου του Οργανισμού Δυτικής Χέρσου Ελλάδος (Νοέμβριος 1821), αφού κατάφερε να αποσπάσει τη συναίνεση του Δημήτριου Υψηλάντη, που ως εκπρόσωπος του αδελφού του, Αλέξανδρου, επιχειρούσε τότε από την Πελοπόννησο να αναλάβει την πολιτική και στρατιωτική διεύθυνση του Αγώνα. Έχοντας εξασφαλίσει τη συναίνεση των περισσότερων πληρεξουσίων της Στερεάς, της Πελοποννήσου και των ναυτικών νησιών, επικράτησε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση και υπήρξε ο κύριος υπεύθυνος για το Σύνταγμα της Επιδαύρου, στον αντίποδα της συγκεντρωτικής εξουσίας που επεδίωκε να επιβάλει ο Δ. Υψηλάντης, την οποία και υπονόμευσε. Στο εξής, μέχρι και τον θάνατό του, το 1865 (Αίγινα, 6 Αυγούστου), συμμετείχε ενεργά και ηγετικά στην πολιτική ζωή της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου, καταλαμβάνοντας σειρά υψηλών πολιτικών και διπλωματικών αξιωμάτων, και ξεχώρισε για την κατάθεση των πλέον συγκροτημένων προτάσεων για τη δημιουργία ενός συνταγματικού κράτους δυτικού τύπου.

Ως μορφή του 1821, διατέλεσε κατ’ επανάληψη πρόεδρος του Εκτελεστικού και μία φορά του Βουλευτικού (μεταξύ 1822-1825). Στη λογική του, η ρύθμιση των πολεμικών πραγμάτων απαιτούσε τη δημιουργία πολιτικών θεσμών, στους οποίους όφειλαν να πειθαρχούν οι έως τότε ανεξέλεγκτοι οπλαρχηγοί. Η επιδίωξη συγκρότησης κεντρικής διοίκησης έναντι των τοπικών συμφερόντων τον έφερε σε σύγκρουση με ισχυρούς οπλαρχηγούς, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, καθώς μια τέτοια προοπτική θα αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία τους στον Αγώνα. Στις πολεμικές επιχειρήσεις δοκίμασε δύο φορές να αναλάβει στρατιωτική ηγεσία, τη μία με κατάληξη την ήττα στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), την άλλη με την επιτυχή αντιμετώπιση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), νίκη που εξισορρόπησε την προηγούμενη αποτυχία του. Αποφεύγοντας να εμπλακεί ενεργά στους εμφύλιους πολέμους, λειτούργησε ως ηγετικό στέλεχος και πολιτικός καθοδηγητής της φατρίας Κουντουριώτη. Εκφραστής της βρετανικής πολιτικής, συγκρότησε και εδραίωσε τη δική του φατρία, μεταξύ 1824-1825, που μεταγενέστερα μετεξελίχθηκε στο λεγόμενο «αγγλικό κόμμα», του οποίου την αρχηγία διατήρησε μέχρι και τη διάλυσή του.

Στην κοινή πρακτική όλων των ηγεσιών της εποχής να αναζητούν στήριξη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η επιλογή του Μαυροκορδάτου να στραφεί στην Αγγλία υπαγορεύτηκε από πολιτικό ρεαλισμό. Στη συγκυρία του αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού, η επιλογή αυτή συναντούσε τα βρετανικά συμφέροντα μέσα από τον δρόμο της οικονομικής διείσδυσης και του ελέγχου των μελλοντικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, συνθήκη που προκάλεσε την εμπλοκή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, ώστε δρομολόγησε τις διπλωματικές επιτυχίες των επόμενων ετών έως και την αίσια έκβαση του Αγώνα. Στο ανωτέρω πλαίσιο, η σύναψη των -πράγματι επαχθών- δανείων αποτελούσε μεγάλη διπλωματική επιτυχία για την πορεία της Επανάστασης, καθώς εμμέσως σήμαινε την αναγνώριση του δικαιώματος πολιτικής ύπαρξης και κρατικής υπόστασης στους επαναστάτες. Για τον Μαυροκορδάτο, άλλωστε, μόνη λύση του ελληνικού ζητήματος ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, συνεργάστηκε αρχικά με το νέο καθεστώς ως διορισμένο μέλος του Πανελληνίου και του Γενικού Φροντιστηρίου (είδος υπουργείου Πολέμου), αλλά σύντομα κατέστη ο ισχυρότερος ιδεολογικά αντίπαλος του Κυβερνήτη και ηγήθηκε της αντικαποδιστριακής αντιπολίτευσης, με κέντρο την Ύδρα. Θεωρούσε το καποδιστριακό μοντέλο διοίκησης αντίθετο με τις πολιτικές κατακτήσεις της Επανάστασης, και την εξάρτηση του κράτους από τις δογματικές αποφάσεις ενός ατόμου επικίνδυνη για το μέλλον. Επί της ουσίας, θεωρούσε τον Καποδίστρια όργανο της ρωσικής διπλωματίας, ενώ ταυτοχρόνως ανησυχούσε για τη δυσμενή στάση της βρετανικής κυβέρνησης στο ελληνικό ζήτημα. Αμοιβαίες καχυποψίες και λανθασμένες εκτιμήσεις, ειδικά με αφορμή την εκλογή και παραίτηση του Λεοπόλδου από τον ελληνικό θρόνο, καθόρισαν τις σχέσεις των δύο ανδρών αλλά και τη μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων. Η αντιπολιτευόμενη «αγγλική» φατρία ευελπιστούσε ότι η εκλογή του Λεοπόλδου ως ηγεμόνα θα επέφερε την πτώση του καποδιστριακού καθεστώτος, τη χορήγηση συντάγματος και φιλελεύθερων θεσμών, αλλά και την επάνοδο των μελών της σε δημόσια αξιώματα, από τα οποία οι περισσότεροι -και ο αρχηγός της- βιοπορίζονταν. Με τον θάνατο του Καποδίστρια, φανατικοί καποδιστριακοί τού χρέωσαν ηθική αυτουργία για τη δολοφονία.

Στη διάρκεια των πρώτων κυβερνήσεων της Αντιβασιλείας (1833-1834) διατέλεσε υπουργός (Οικονομικών, Εξωτερικών, Ναυτικών) και δύο φορές πρωθυπουργός κατά την οθωνική περίοδο (1844, 1854-1855). Μεταξύ 1834-1843 και 1850-1854, ακολούθησε διπλωματική καριέρα ως πρεσβευτής της Ελλάδας, αντιστοίχως, στο Μόναχο και το Βερολίνο (1834-1839), στο Λονδίνο (1839-1841), στην Κωνσταντινούπολη (1842-1843) και το Παρίσι (1850-1854). Ο διορισμός του στο εξωτερικό αποτελούσε στοχευμένη κίνηση της βαυαρικής πολιτικής, κατά τη συνήθη τακτική απομάκρυνσης ηγετικών μορφών που θα μπορούσαν να συσπειρώσουν δυνάμεις και να υπονομεύσουν τη συγκεντρωτική εξουσία της. Με το ξέσπασμα της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, επέστρεψε στην Ελλάδα και εκλέχθηκε πρώτος αντιπρόεδρος και μέλος της επιτροπής για την κατάρτιση του συντάγματος, αποτρέποντας ή μετριάζοντας αντιφιλελεύθερες διατάξεις. Στις 29 Μαρτίου 1844 σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση επί Όθωνα, με βασικό σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών, η οποία υπήρξε βραχύβια κυρίως λόγω της άρσης της εμπιστοσύνης του βασιλιά, ενώ οι παρεμβάσεις της διάδοχης κυβέρνησης, Ιωάννη Κωλέττη, κατά τη διαδικασία ελέγχου της εγκυρότητας των εκλογικών αποτελεσμάτων, ακύρωσαν 40 από τους 52 σε αυτόν προσκείμενους βουλευτές. Η απόδοση, τότε, ανθελληνικών προθέσεων στον Μαυροκορδάτο, όπως «να αλλάξη την θρησκείαν των Ελλήνων και να πωλήση την Ελλάδα εις τους Άγγλους», επανέφεραν στην επικαιρότητα τις επικρίσεις των καποδιστριακών, κυρίως των ρωσόφιλων, στο πρόσωπό του. Στο επόμενο διάστημα, μέχρι και την έξωση του Όθωνα, αντιπολιτεύτηκε τον συγκεντρωτισμό του Κωλέττη και αντέταξε στην ακραιφνή αλυτρωτική πολιτική την εσωτερική ανασυγκρότηση, τη δημιουργία ισχυρού στόλου και την εξεύρεση ισχυρών συμμαχιών στην Ευρώπη. Η πρωθυπουργοποίησή του το 1854 (κυβέρνηση γνωστή ως «υπουργείο κατοχής») τον κατέστησε αποδέκτη των δυσαρεσκειών για τις ενέργειες των Αγγλο-γάλλων και για άλλη μια φορά κατηγορήθηκε για πολλά από τα δεινά της επαναστατικής περιόδου. Τα επόμενα χρόνια, με κλονισμένη όραση, που κατέληξε σε τύφλωση, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέχρι και την έξωση του Όθωνα. Τελευταία δημόσια παρουσία του, η εκλογή του ως πληρεξουσίου Ευρυτανίας στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (1862) και η συμμετοχή του ως προέδρου στην επιτροπή για τη σύνταξη του νέου συντάγματος.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος επικρίθηκε περισσότερο, ίσως, από οποιονδήποτε άλλο από τους πρωταγωνιστές της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου. Οι ιδεολογικές και πολιτισμικές διαφορές, και η σύγκρουσή του με οπλαρχηγούς που από νωρίς καθιερώθηκαν στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης, αλλά κυρίως η αντιπολιτευτική στάση του στον Ιω. Καποδίστρια και η σταθερή προσήλωσή του στη βρετανική πολιτική, διαμόρφωσαν και, σταδιακά, εδραίωσαν μία επικριτική ανάγνωση της προσωπικότητας και του ρόλου του. Πληθώρα κατηγοριών, αφορισμών και αρνητικών αξιολογικών χαρακτηρισμών, ακόμα και για την εξωτερική του εμφάνιση, επιβίωσαν στη συλλογική μνήμη μέχρι και σήμερα. Εξαίρεση αποτελεί το διάστημα που ακολούθησε τη μεταπολίτευση του 1862, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η ανάγκη νομιμοποίησης των διεκδικήσεων του ελληνικού κράτους έναντι των αντιπάλων του επέβαλε μία μονομερή προβολή της ηρωικής πλευράς της Επανάστασης και, κατά συνέπεια, την άμβλυνση ή αποσιώπηση των ιδεολογικών διαφορών, αντιθέσεων και συγκρούσεων των συμμετεχόντων σε αυτήν. Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, αλλά κυρίως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η ιδεολογική εργαλειοποίηση του 1821 από τη μαρξιστική ιστοριογραφία και, ακολούθως, η ελληνοκεντρική ρητορεία της δεκαετίας του ΄60, που κορυφώθηκε στην επταετία των απριλιανών, επανέφεραν μονομερή και αναχρονιστικά ερμηνευτικά σχήματα για το παρελθόν, εντός των οποίων στο πρόσωπο του Μαυροκορδάτου γινόταν μία απλουστευτική προβολή των αναγκών και σκοπιμοτήτων στην εκάστοτε συγκυρία (ενδεικτικά: «πράκτωρ του Υπουργείου των Εξωτερικών της Αγγλίας» (Γιάννης Κορδάτος, 1946) ή «μεγάλος μηχανορράφος και άνθρωπος που δεν έχει καμία σχέση και μισεί τις λαϊκές μάζες, θα παίξει τον πιο σατανικό ρόλο σε βάρος της επανάστασης» (Λεωνίδας Στρίγκος, 1966). Από τη δεκαετία του 1980, η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία κινείται στην κατεύθυνση κατανόησης της εποχής δράσης του –όπως και των λοιπών συγχρόνων του- και της ένταξης των επιλογών και ενεργειών τους στο πλαίσιο αυτό.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

  • Χρήστος Λούκος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τ. 10, Τα Νέα, Αθήνα, 2010.
  • Του ίδιου, «Οι “τύχες” του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη νεοελληνική συνείδηση», στο Δ. Δημητρόπουλος, Κ. Δέδε (επιμ.), Η ματιά των άλλων. Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών /Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2012, σ. 101-109.
  • Του ίδιου, Ιωάννης Καποδίστριας, Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τ. 5, Τα Νέα, Αθήνα, 2009, σ. 52-95.
  • Στέφανος Παπαγεωργίου, λ. «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος», Lexicon 1821, ΚΕΝΙ, Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσβάσιμο στο https://keni.panteion.gr/index.php/el/1821 (ανάκτηση: 25/10/2020).
  • Του ίδιου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, Αθήνα, Παπαζήσης, 2005, κυρίως σ. 127-132 και passim.
  • Βαγγέλης Σαράφης, λ. «Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος», ερευνητικό πρόγραμμα Εθνοσυνελεύσεις & Βουλευτικό, Αντιπρόσωποι, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ – Βιβλιοθήκη της Βουλής, Αθήνα 2019, προσβάσιμο στο http://representatives1821.gr/μαυροκορδάτος-αλέξανδρος/ (ανάκτηση: 10/12/2020).

 

Απεικόνιση:


Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, 1828, λιθογραφία σε χαρτί (28,8 x 22,8 cm), έργο του Karl Krazeisen, ιστ. Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτσου – Ίδρυμα Ευρ. Κουτλίδη, προσβάσιμο στο https://www.nationalgallery.gr/el/sulloges/collection/sulloges/alexandros-maurokordatos-2-3.html (ανάκτηση: 10/12/2020).