Καταγόταν από οικογένεια με μεγάλη παράδοση στη γλυπτική, καθώς γλύπτες ήταν ο προπάππους, ο παππούς, ο πατέρας και ο θείος του Λάζαρος Σώχος. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1908-1914) και το 1909 κέρδισε το χρηματικό βραβείο από το Αβερώφειο κληροδότημα, ενώ το 1917 ήταν υπότροφος του Αβερώφειου καλλιτεχνικού διαγωνισμού. Στα χρόνια 1919-1922 βρίσκεται στο Παρίσι ως υπότροφος της Κυβέρνησης. Το 1926 εκλέγεται καθηγητής στην έδρα γλυπτικής στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, όπου διδάσκει μέχρι το 1959. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Τέχνη» το 1930 και της ομάδας «Στάθμη» το 1950. Το 1965 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Γλυπτικής. Έχει λάβει μέρος από το 1913 σε όλες τις Πανελλήνιες Εκθέσεις, στις ομαδικές της «Τέχνης» 1930-40, στις ομαδικές της «Στάθμης» και σε πολλές άλλες. Μεταξύ των έργων του, η Αθηναία, το πρόπλασμα ηρώου Δοϊράνης που κέρδισε το βραβείο διαγωνισμού για την κατασκευή αναμνηστικών ηρώων, το Μνημείο πεσόντων στη Δοϊράνη, πολλά έργα στο Μεσολόγγι, όπως: το Μαυσωλείο Χρ. Καψάλη, η προτομή του στρατηγού Γ. Κίτσου, η προτομή του φρούραρχου Μεσολογγίου Μήτρου Δεληγεώργη, η προτομή Επισκόπου Ιωσήφ Ρωγών και αρκετά έργα στην Πάτρα, όπως: η προτομή δημάρχου Πατρέων, Βότση, ο ανδριάντας του Παλαιών Πατρών Γερμανού και άλλα.
Ο Σώχος επηρεάζεται από αντιλήψεις των πριμιτιβιστών, κινείται μέσα στα πλαίσια της γενιάς του ’30, και ξεπερνώντας τον κλασικισμό και το ρεαλισμό ανοίγεται σε προβλήματα έκφρασης. Με επίκεντρο πάντα την ανθρώπινη μορφή, εστίασε κυρίως στην γλυπτική αποτύπωση της κεφαλής των μορφών και φιλοτέχνησε συνθέσεις εμπνευσμένες από τη μυθολογία, αλλά και τους θρύλους και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από αφαιρετική διάθεση και τάση για σχηματοποίηση, ισορροπία, συμμετρία, μετωπικότητα και ακινησία.
ΠΗΓΕΣ
Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες Γλύπτες, τ.5: Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία-λεξικό γλυπτών, Αθήνα, Μέλισσα, 1981, σ. 462-463.
Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 232-234.