Ψευδώνυμα: Α. Θυμίδης, Αναστάσιος Θυμίδης, Αντώνιος Θωμαΐδης, Αναστάσιος Θωμαΐδης, Αγγελής Θεοδωρίδης, Ανδρέας Θεοδωρίδης, Αναστάσιος Θεοδωρίδης, Α. Θέρμανδρος, Α. Θεοδώρου, Αλέξανδρος Θεοδώρου, Βασίλειος Θεαγενίδης, Μιχαήλ Θεοδοσιάδης, Δ. Θυμίδης, Ξενίδης.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Εμμανουήλ Ξάνθου προέρχονται, κυρίως, από δικά του κείμενα, σε συνάφεια με τις μαρτυρίες των συντρόφων του. Πρόκειται, βεβαίως, για κείμενα που, αφενός, αποτιμούν σε μεταγενέστερο χρόνο την προεπαναστατική και επαναστατική δράση του ιδίου και των λοιπών Φιλικών, και, αφετέρου, έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ώστε είτε να είναι εγγενώς υποκειμενικά σε ερμηνείες και αξιολογήσεις γεγονότων και προσώπων είτε υπαγορεύονται από κάποια ανάγκη –όπως, στην περίπτωση του Ξάνθου στην ανάγκη δικαίωσής του στη μετεπαναστατική διαμάχη του με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορική έρευνα των μεταγενέστερων χρόνων δεν μείωσε την αξία των κειμένων του.
Γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772, από όπου έφυγε το 1792, σε ηλικία είκοσι ετών, έχοντας λάβει βασική μόρφωση που του επέτρεψε τον βιοπορισμό στα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης (Σμύρνη, Τεργέστη), μαθητεύοντας, αρχικά, κοντά σε έλληνες εμπόρους. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου εργάστηκε στην υπηρεσία του μεγαλέμπορου Βασίλη Ξένη. Το 1812 μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η εκεί γνωριμία και συνεργασία του με ηπειρώτες εμπόρους τον έφερε το 1813 στην περιοχή Πρέβεζας- Λευκάδας με σκοπό την αγορά λαδιού. Κατά την παραμονή του στη Λευκάδα, με υποκίνηση του φίλου του Παναγιωτάκη Καραγιάννη, μυήθηκε στον τεκτονισμό. Τον ίδιο χρόνο, αφού πρώτα τακτοποίησε τις εμπορικές υποθέσεις του στη συντροφία των Ηπειρωτών στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στην Οδησσό. Εκεί, όπως ο ίδιος γράφει στα Απομνημονεύματά του, τον Νοέμβριο του 1813 γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τους ηπειρώτες εμπόρους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ. Τον επόμενο χρόνο ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία και κατάρτισαν το πρώτο σχέδιο «κατήχησης» των μελών της. Αν και η ακριβής ημερομηνία της ιδρυτικής πράξης παραμένει άγνωστη, το ίδιο και ο εμπνευστής της ιδέας, οι περισσότερες μεταγενέστερες πηγές τοποθετούν την ίδρυση της Εταιρείας στο καλοκαίρι του 1814, ενώ μία –για προφανείς συμβολικούς λόγους- επιλέγει την 14η Σεπτεμβρίου (εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού). Πολύ σύντομα, οικονομικοί λόγοι φαίνεται πως ανάγκασαν τον Ξάνθο να φύγει από την Οδησσό και να εργαστεί στην Κωνσταντινούπολη, στον εμπορικό οίκο του Παλαιολόγου Λεμονή, εμπόρου από τη Μυτιλήνη και μεταγενέστερα Φιλικού.
Την περιορισμένη συνωμοτική δραστηριότητα και τους χαλαρούς δεσμούς των ιδρυτικών μελών κατά την πρώτη περίοδο δράσης τους στην Οδησσό ακολούθησε η οργανωτική συγκρότηση και δυναμική διεύρυνση των μελών της Εταιρείας μετά και τη μεταφορά της έδρας της στην Κωνσταντινούπολη, την άνοιξη του 1818. Η εκ νέου συνύπαρξη και επαναδραστηριοποίηση των τριών ιδρυτών στο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε μέσα σε νέες συνθήκες, με στόχο την οργάνωση ένοπλης εξέγερσης «των υπόδουλων αδελφών» για την εθνική χειραφέτηση. Οι ισχυροί συνεκτικοί δεσμοί που -στη φάση αυτή- ανέπτυξαν τα ανώτερα στελέχη της Εταιρείας διευκόλυναν την αυτόνομη δράση τους με κοινό σκοπό, ακόμα και αν στο εξής δεν θα βρίσκονταν στον ίδιο τόπο. Στο πλαίσιο αυτό και κατόπιν απόφασης του ηγετικού πυρήνα της Φιλικής (22 Σεπτεμβρίου 1818), ο Ξάνθος μετέβη στην Πετρούπολη με αποστολή να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό του τσάρου, να αναλάβει την ηγεσία της Εταιρείας και του αγώνα. Έως και τη συνάντηση των δύο ανδρών –που, λόγω απουσίας του Καποδίστρια, πραγματοποιήθηκε αρχές Ιανουαρίου του 1820-, ο Ξάνθος ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Βεσσαραβίας (Τομάροβο, Ρένι, Δουμπασάρι) και πόλεις της Ρωσίας (Μόσχα, Κίεβο, Νίζνα), και επιδόθηκε σε μυήσεις προσώπων. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Ξάνθος πήγε στην Πετρούπολη, όπου –το πιθανότερο, ενεργώντας αυτοβούλως- απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η αποδοχή της ηγεσίας του αγώνα από τον Υψηλάντη έτυχε θερμής υποδοχής από τους Φιλικούς. Σε στενή συνεργασία με τον Γενικό Έφορο της Φιλικής, ο Ξάνθος παρευρέθηκε στη συνάντηση σημαινόντων μελών της Εταιρείας στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (εκεί, στο μεταξύ, είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του), όπου καταστρώθηκε το σχέδιο της εξέγερσης και συντάχθηκε η επαναστατική προκήρυξη προς τους κατοίκους της Στερεάς και των νησιών του Αρχιπελάγους (8 Οκτωβρίου 1820). Ωστόσο, η ενεργός ανάμειξή του στα γεγονότα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, στο πλευρό του Υψηλάντη, και η ήττα στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), ανάγκασαν τον Ξάνθο να εγκαταλείψει την περιοχή (26 Ιουνίου 1821) και να μετακινηθεί στην Πελοπόννησο. Για τη δράση του στα γεγονότα που ακολούθησαν, οι πληροφορίες είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Το πληροφοριακό αυτό κενό είναι πιθανόν να οφείλεται στον μειωμένο ρόλο του Ξάνθου στα γεγονότα της επαναστατικής περιόδου, άποψη που θα μπορούσε να ενισχυθεί από την επιστροφή του στην Οδησσό, το φθινόπωρο του 1827, καθώς και από τεκμήρια (επιστολές των ετών 1832 και 1836) που μαρτυρούν –άγνωστο από πότε- την εγκατάστασή του στο Βουκουρέστι, όπου, σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας, παρέμεινε μάλιστα σε μοναστήρι της περιοχής για έξι χρόνια.
Το 1837, έχοντας πληροφορηθεί τις εναντίον του κατηγορίες για κακοδιαχείριση των χρημάτων της Φιλικής Εταιρείας και εν γένει την υποβάθμιση της προεπαναστατικής δράσης του στο έργο του Ιωάννη Φιλήμονα Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας (1834), ο ογδονταπεντάχρονος, τότε, Ξάνθος επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου να ανασκευάσει τα γεγραμμένα. Το έργο του Φιλήμονα, βασισμένο κυρίως στις προφορικές αφηγήσεις του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, είχε ανασύρει την παλαιά διαμάχη μεταξύ των δύο Φιλικών για το ποιος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και την είχε καταστήσει ανοικτή έχθρα. Συντάσσοντας –ανώνυμα ή επώνυμα- εκθέσεις, υπομνήματα και αργότερα τα Απομνημονεύματά του (1845), ο πάτμιος Φιλικός δημοσίευε σε αυτά έγγραφα, καθιστώντας έτσι το συγγραφικό έργο του πολύτιμη πηγή πρωτογενούς υλικού για την ιστορία της Φιλικής και τη δράση πολλών μελών της, κυρίως στις Ηγεμονίες και τη Ρωσία. Άμεσα η αποκατάσταση ήρθε από τον Ι. Φιλήμονα, το 1839, μέσα από άρθρα του στην εφημερίδα Αιών, και λίγο αργότερα, το 1845, μέσα από το Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως. Προηγουμένως, το 1838, ο βασιλιάς Όθων τού είχε απονείμει τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος για την δράση του στον αγώνα και έναν χρόνο μετά διορίστηκε διοικητής στην Ύδρα, από τη οποία σύντομα απομακρύνθηκε. Βραχείας διάρκειας ήταν, επίσης, η θητεία του στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 1851, ύστερα από ατύχημα στις σκάλες του κτιρίου της Βουλής, στην προσπάθεια αποχώρησης των παρευρισκομένων στα θεωρεία, όταν ξέσπασε καβγάς για προσωπικό ζήτημα του βουλευτή Πύργου Λύσανδρου Βιλαέτη. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο με τιμές στρατηγού.
Εκτός από την προτομή του Εμμ. Ξάνθου στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας στο Κολωνάκι, προτομές του υπάρχουν, επίσης, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πάτμο. Και οι δύο στήθηκαν το 1953, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, η μία στην ομώνυμη πλατεία της Χώρας, μπροστά στο Δημαρχείο, η άλλη στην κεντρική πλατεία του λιμανιού της Σκάλας. Το ίδιο έτος τα οστά του Ξάνθου μεταφέρθηκαν στο νησί και τοποθετήθηκαν σε τύμβο, που χτίστηκε μπροστά στο σπίτι όπου γεννήθηκε. Στην είσοδο του σπιτιού είναι τοποθετημένο μνημείο με μορφή τρίπτυχου, αφιερωμένο στους πάτμιους Φιλικούς.
ΠΗΓΕΣ/ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γούδας Ν. Αναστάσιος, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. 5: Συνεταιρισμός, Αθήνα, 1871, σ. 43-76.
- Μιχαηλάρης Παναγιώτης, Οι Φιλικοί, Ιστορική Βιβλιοθήκη τ. 4, Τα Νέα, Αθήνα, 2009, σ. 11-32.
- Παπαγεωργίου Στέφανος, λ. "Φιλική Εταιρεία", 1821 LEXICON, ΚΕΝΙ-Πάντειο, προσβάσιμο στο http://keni.panteion.gr/index.php/el/1821 (ανάκτηση: 13/1/2019).
- Στασινόπουλος, Λεξικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήνα, χ.χ.έ., τόμος Γ', σ. 473-478.
- Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο, 1834, σ. 127, 131, 142, 161-162, 178-179, 194-197, 220-227, 233-236, 252-254, 257-279.