Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1793 ή 1795 αλλά η καταγωγή της οικογένειάς του αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση και συνδέεται με τους εποικισμούς και τη δημογραφική συγκρότηση του νησιού των Ψαρών. Η οικογένεια Κανάρη ήταν πάντως κάτοχος δικών της πλοίων ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα. Έφηβος ο Κανάρης υπηρέτησε στο εμπορικό πλοίο του θείου του Μπουρέκα και αργότερα ταξίδεψε ως πλοίαρχος στη Μεσόγειο και κυρίως στον Εύξεινο Πόντο. Σε ηλικία 20 χρονών ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη. Με την έναρξη της Επανάστασης ο Κανάρης εγκατέλειψε τα εμπορικά ταξίδια και εντάχθηκε στον ψαριανό στόλο ως ναύτης. Ειδικεύτηκε στη χρήση των πυρπολικών λόγω του τολμηρού και ριψοκίνδυνου χαρακτήρα του. Η τακτική που επικράτησε στον αγώνα της θάλασσας κατά την επανάσταση ήταν κατάληψη της προσήνεμης θέσης, βολές με τα πυροβόλα από μακριά και τέλος επίθεση των πυρπολικών όταν έδινε το σήμα ο καπετάνιος. Τα πληρώματα των πυρπολικών ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένα και είχαν μεγάλη πειθαρχία. Το πρώτο και πιο γνωστό κατόρθωμα του Κανάρη ήταν η πυρπόληση της τούρκικης ναυαρχίδας στη Χίο τη νύχτα της 6ης-7ης Ιουνίου 1822, που προκάλεσε ενθουσιασμό στους Έλληνες και τους Ευρωπαίους. Το δεύτερο κατόρθωμά του ήταν η πυρπόληση του τούρκικου στόλου στην Τένεδο τον Οκτώβριο 1822. Επίσης, στις 4 και 5 Αυγούστου 1824 ο Κανάρης έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σάμου και έκαψε μια φρεγάτα 36 πυροβόλων κοντά στο Ακρωτήριο της Αγ. Μαρίνας. Το τέταρτο αλλά ατυχές επεισόδιο ήταν η προσπάθεια του Κανάρη να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας στις 29 Ιουλίου 1825 μπαίνοντας στο λιμάνι με ρωσική σημαία. Παρά την αποτυχία, το εγχείρημα γνώρισε μεγάλη φήμη στη φιλελεύθερη Ευρώπη και χαρακτηρίστηκε ως το αποκορύφωμα της δράσης του. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Καποδίστρια ο Κανάρης στήριξε τον Κυβερνήτη και προσπάθησε ώστε να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, κατέφυγε στη Σύρο που είχαν εγκατασταθεί πολλοί Ψαριανοί μετά την καταστροφή του νησιού τους (1824).
Ο Κανάρης επανήλθε στο δημόσιο βίο κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα αλλά λόγω του φιλοκαποδιστριακού παρελθόντος του και της ένταξής του στο Ρωσικό Κόμμα, τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 έγινε Υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά. Μετά την παραίτηση του Μεταξά ο Κανάρης ανέλαβε προσωρινά πρόεδρος της κυβέρνησης ενώ το 1848 έγινε πρωθυπουργός για σύντομο διάστημα. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Αλ. Μαυροκορδάτου και αργότερα εντάχθηκε στην παράταξη που αντιπολιτευόταν τον Όθωνα. Η δημοτικότητά του αυξήθηκε όταν παραιτήθηκε από το μισθό και τα αξιώματά του και το 1861 αρνήθηκε το βαθμό του αντιναύαρχου που του πρόσφερε ο Όθωνας. Τον επόμενο χρόνο όταν ο Όθωνας του πρότεινε τον σχηματισμό κυβέρνησης ο Κανάρης του υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο σφράγισε την αντιοθωνική του φυσιογνωμία, ενώ έδειχνε την πολιτική στροφή του στους φιλελεύθερους αστικούς θεσμούς. Μετά την έξωση του Όθωνα πήγε στη Δανία να παραδώσει το στέμμα στο νέο βασιλιά Γεώργιο Α΄, ψήφισε το σύνταγμα του 1864 και έγινε πρωθυπουργός στις 5 Μαρτίου 1864. Σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές ανέλαβε την κυβέρνηση άλλες δυο φορές, στις 26 Ιουλίου 1864 και στην οικουμενική κυβέρνηση τον Μάιο του 1877 λόγω της βαλκανικής κρίσης που είχε προκαλέσει ο ρωτοτουρκικός πόλεμος. Το τελευταίο διάστημα της ζωής του έμενε στην Κυψέλη όπου και απεβίωσε στις 3 Σεπτεμβρίου 1877. Ο τάφος του είναι στο Α΄ Νεκροταφείο ενώ η καρδιά του ταριχεύτηκε και φυλάχτηκε στο Υπουργείο Ναυτικών και αργότερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
ΠΗΓΕΣ
Κωνσταντίνος Κανάρης, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1991, σ. 241-242.
Ελευθερία Ζέη, Ο αγώνας στη θάλασσα, Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, Αθήνα, Τα Νέα, 2010, σ. 11-42.