Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλλα (1770-1809) και της Δέσπως Πάνου, εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλλα (1745-1795). Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Το 1820 επέστρεψε στο Σούλι, όπου μαζί με άλλους συντοπίτες του υπέγραψε τη σύμπραξη σουλιωτών και αλβανών καπετάνιων για Ελληνοαλβανική Συμμαχία και συγκρούονταν με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά πήγε στην Πίζα της Ιταλίας και συνεννοήθηκε με τους φιλικούς για την ελληνική επανάσταση. Το 1822 επέστρεψε στην Δυτική Ελλάδα και συμμετείχε σε συγκρούσεις κατά των Οθωμανών. Αναδείχτηκε σε οπλαρχηγό της Επανάστασης. Συμμετείχε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1822), πολεμώντας στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και ήταν επικεφαλής 35 Σουλιωτών. Τον Οκτώβριο του 1823 μαζί με 300 άνδρες έλυσε την πολιορκία του Αιτωλικού. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη και διακρίθηκε στην μάχη της Άμπλιανης (14 Ιουλιου 1824). Κατά την διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων (1823 – 1825) τάχθηκε στο πλευρό του Ιων. Κωλέττη (Κυβερνητικοί). Μετά την λήξη της εμφύλιας διαμάχης πήγε στην Πελοπόννησο και πολέμησε τον Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι της Πύλου (7 Απριλίου 1825). Επέστρεψε στην Δυτική Ελλάδα, όπου συμμετείχε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ανέλαβε τη διοίκηση της νησίδας Κλείσοβας και απέκρουσε τις δυνάμεις των Τουρκοαιγυπτίων. Κατά την έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ηγήθηκε 2.500 ανδρών, από τους οποίους διασώθηκαν οι 1.300. Μετά εντάχθηκε στο σώμα του στρατού του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πήρε μέρος στις μάχες της Αττικής. Το 1827 και μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, τού ανατέθηκε προσωρινά η αρχιστρατηγία. Κατά την καποδιστριακή περίοδο, υπήρξε στρατιωτικός υποστηρικτής του Κυβερνήτη και ανέλαβε Χιλίαρχος, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας από τους Οθωμανούς. Την περίοδο της Αντιβασιλείας αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, ως ρωσόφιλος, και φυλακίστηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς (18 Σεπτεμβρίου 1833). Την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα όμως, ο Κίτσος Τζαβέλλας αποκαταστάθηκε, εντάχθηκε στον οθωνικό στρατό και έγινε βασιλικός υπασπιστής. Διατέλεσε υπουργός στρατιωτικών (1844-1847) και υπουργός εξωτερικών (1846-1847) στην κυβέρνηση του Ιων. Κωλέττη. Μετά τον θάνατο του Κωλέττη ανέλαβε την πρωθυπουργία για σύντομο διάστημα (5 Σεπτεμβρίου 1847 – 8 Μαρτίου 1848), μέχρι την αντικατάστασή του από τον Γεωρ. Κουντουριώτη. Στην κυβέρνηση του Κων. Κανάρη χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών (1849). Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου συμμετείχε στο ελληνικό αλυτρωτικό κίνημα στις οθωμανικές επαρχίες (1854) και ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε. Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 1855, σε ηλικία 55 ετών.
Βιβλιογραφία
Βλασσόπουλος Ι. Χρήστος, Το ημερολόγιον του Αγώνος, Δημητράκος, Αθήνα, 1930, σ. 170, 174, 194, 210,246, 263, 264, 269, 328, 331.
«Κίτσος Τζαβέλλας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 10ος, Εκδοτική Αθηνών.
«Κίτσος Τζαβέλλας», https://keni.panteion.gr/index.php/el/1821, πρόγραμμα "1821 - Lexicon".