Ο Δήμος Τσέλιος καταγόταν από τα Κομιτάτα της Κεφαλονιάς και το οικογενειακό του όνομα ήταν Φερεντίνος. Γεννήθηκε το 1785 στο Σπαρτοχώρι Μεγανησιού της Λευκάδας. Ορφάνεψε σε μικρή ηλικία και από τους δυο γονείς, γεγονός που τον ώθησε να αναζητήσει εργασία στα κλεφταρματολίτικα σώματα το 1804. Εντάχθηκε μαζί με τον Γιώργο Τσόγκα και τον Γιώργο Καραϊσκάκη στο σώμα του Αντώνη Κατσαντώνη και στη συνέχεια του αδελφού του, Κώστα Λεπενιώτη. Αργότερα εντάχθηκε ως αρματολός στην υπηρεσία του Αλή Πασά Τεπελενλή των Ιωαννίνων. Είχε ενημερωθεί από τον Καραϊσκάκη για τη δράση της Φιλικής Εταιρείας, ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν μυήθηκε σε αυτή. Με την έναρξη της Επανάστασης εντάχθηκε στο σώμα Λευκαδιτών και συμμετείχε μαζί με τον Γ. Τσόγκα στην κατάληψη της Βόνιτσας (28 Μαρτίου 1821). Πήρε μέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων και 39 μάχες και τραυματίστηκε τρείς φορές. Το 1824 με την Προσωρινή Κυβέρνηση έγινε στρατηγός ενώ με την υποστήριξη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του παραχωρήθηκε το αρματολίκι του Βενέτικου. Διακρίθηκε στην καταστροφική για τα ελληνικά όπλα μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου1822) εναντίον των δυνάμεων του Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά. Μετείχε στη νικηφόρα μάχη στην Καροχή Βόνιτσας-Ξηρόμερου μαζί με τα σώματα του Π. Μαυρομιχάλη, Γιώργου Τσόγκα και Θ. Γρίβα (25 Δεκεμβρίου 1822), στη μάχη στη Σκουλικαργιά Άρτας (3 Ιουνίου) και στο Ξωδάκτυλο Άρτας (9 Ιουνίου) εναντίον των δυνάμεων του Ταχίρ Αμπάζη Ντίμπραλη και στην καταστροφική για τους Οθωμανούς μάχη του Καρβασαρά (28 Σεπτεμβρίου 1825) με τα σώματα του Καραϊσκάκη εναντίον του Άγου Βασιάρη. Όταν ο Γ. Καραϊσκάκης έγινε αρχιστράτηγος της Στερεάς, ο Δημοτσέλιος τον ακολούθησε και πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Αράχωβα (18 – 24 Νοεμβρίου 1826). Την περίοδο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια προσέγγισε τον αδελφό του, Αυγουστίνο, που είχε αναλάβει Πληρεξούσιος Τοποτηρητής της Δυτικής Στερεάς και εντάχθηκε ως επικεφαλής σώματος στο Δυτικό Στρατόπεδο του Ριχάρδου Τσωρτς. Συμμετείχε στις μάχες για την ανακατάληψη της Δυτικής Στερεάς και διακρίθηκε στις μάχες για την κατάληψη της πόλης και του φρουρίου της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου 1828 και 5 Μαρτίου 1829), στην κατάληψη των στρατηγικών στενών Ναυπάκτου – Μεσολογγίου (13 Μαρτίου 1829) και στις μάχες που κατέληξαν στην παράδοση της Ναυπάκτου (23 Απριλίου 1829) και του Μεσολογγίου (8 Μάϊου 1829). Μετά την ανεξαρτησία, ο Δημοτσέλιος εγκαταστάθηκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Κατά την οθωνική περίοδο, εντάχθηκε στο βασιλικό στρατό και ανέλαβε ταγματάρχης-διοικητής του 5ου Ελαφρού Τάγματος Ακροβολιστών, μια θέση που τον υποβίβαζε, όπως ο ίδιος εκτιμούσε. Μαζί με άλλους οργάνωσε ένοπλη εξέγερση στην Αιτωλοακαρνανία (14 Μαρτίου και 13 Απριλίου 1836) απαιτώντας Σύνταγμα και την έξωση των Βαυαρών. Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης ο Δημοτσέλιος διαγράφηκε από τα μητρώα των αξιωματικών, για να καταφύγει αρχικά στη Λευκάδα και στη συνέχεια στην Αγγλία. Αποκαταστάθηκε μετά το 1843, προβιβάστηκε στο βαθμό του υποστράτηγου και έγινε μέλος της Βασιλικής Φάλαγγας. Πέθανε το 1854 σε ηλικία 69 χρονών και τάφηκε στον κήπο των ηρώων στο Μεσολόγγι. Τα απομνημονεύματά του κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης, αλλά καταστράφηκαν στον σεισμό και την πυρκαγιά στη Ζάκυνθο το 1953∙ σώθηκαν μόνο δύο σελίδες από τις οποίες παρατίθενται εδώ κάποια αποσπάσματα.
Από τα απομνημονεύματα του Δημοτσέλιου
Οι γονείς μου ήτον από τα Κομετάτα, οι παππούληδές μου. Επαντρεύτηκε ο παππούλης εις την Ακαρνανία την βάβω μου… Ο πατέρας μου επήρε από την Ζάβιτζα. Εγεννήθηκα εγώ εις το Μεγανήσι της Αγίας Μαύρας. Ένας Μεταξάς ήλθε και το κατοίκησε. Εκεί εκατοίκησαν οι παππούληδές μας 4 αδέλφια Φερεντιναίοι. Ο πατέρας μου τον έκαψε η αστραπή· ήμουν ένα χρόνον. Εκοιμότουν εις ένα κλαρί. Έζησε η μάνα μου δύο χρόνια. Εκίνησε να πάει διά μαρτυριά στην Αγία Μαύρα· στον δρόμο, ήτον 17 νομάτοι, επνίγηκαν 14· ένας παπάς, δύο-τρεις γυναίκες με την μάνα μου επνιγήκανε. Έπειτα μας πήραν διά την ψυχή του ένας στην Αγία Μαύρα... Επέρασα καμμιά δεκαριά χρονώνε στην Ακαρνανία, επήγα πίσω. Έκατζα εκεί ώστε έγινα 16 χρονών, στην πεθερά του Βαλιανάκη. Επέρασα στο Μεγανήσι, εγίνηκα 19 χρονώνε. Ήτον το σπίτι μας στο Μεγανήσι. Ήτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες και Κεφαλληναίοι. Είναι ένα πέραμα από του Μύτικα, ωραίο νησί σαν και νάναι στην Παράδεισο. Εσηκώθηκα διά να φύγω να πάρω τον αδελφό μου, πούταν ξενιτεμένος. Ευγήκα να πάω να εύρω τον αδελφόν μου πούταν με καράβι. Αξιώθηκε και έκαμε καράβι δικό του. Ευγήκα να πάω στην Αγία Μαύρα να βγω να τον εύρω. Ηύρα ένα Ζαφείρη κλεφτικάτον από την Ακαρνανία, κάθονταν στην Αγία Μαύρα. Μου λέει αυτός: Δήμο τι χαλεύεις να πάς με καράβια; Έρχεσαι να πάμε στο Καρπενήσι; Βιαίνεις και κλέφτης. Μ’επήρε τον Ιούλιο μήνα στα 1804.[…] Τον χειμώνα εκαθήμεθα εις ένα λιτρουβειό εις το Μεγανήσι με τον Καραϊσκάκη και Οδυσσέα. Ο Καραϊσκάκης μου είπε διά την Εταιρείαν, ότι θα γίνει την άνοιξιν. Η φαμελιά μου ήτον εις το Μεγανήσι. Εβγήκα έξω. Εβγήκαμεν έξω. Ανταμωθήκαμεν εις τη Βόνιτζα. Ο Οδυσσέας ετράβηξε δια την Λειβαδιά. Εγώ έμεινα, είχα τα ζευγάρια μου. Ανταμωθήκαμε πριν τη Λαμπρή με τους προεστούς του Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Είπαμε να βαρέσομε τους Τούρκους μεγαλοβδόμαδο.
ΠΗΓΕΣ
«Δημοτσέλιος», Lexicon 1821, KENI https://keni.panteion.gr/index.php/el/1821.
Ντίνος Κονόμος, «Ο Γ. Τερτσέτης και ανέκδοτα κείμενά του για την αθάνατη εποποιία του 1821», Πνευματική Ζωή, Β΄, αρ. 18 (1953) 372-373 = Ντίνος Κονόμος, Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 1984, σ. 805-806: Σπ. Ασδραχάς-Τρ. Σκλαβενίτης, «Η Λευκάδα και οι ιστορικοί της: γενική σκιαγραφία» στο Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ), Πρακτικά του Συνεδρίου. H Λευκάδα και οι ιστορικοί της, 19ος-20ός αι., Αθήνα 2009, σελ.33-34, σημ. 22.