Ο Μάρκος Μπότσαρης, ηγετική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, ανήκε σε μια από τις ισχυρότερες και πολυπληθέστερες σουλιώτικες φάρες. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790 και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτου Γιώτη. Το 1806, αφού οι Μποτσαραίοι είχαν υποστεί τη φονική επίθεση του Αλή πασά, ο Μάρκος μαζί με τον πατέρα του και άλλους Σουλιώτες κατέφυγε στην Κέρκυρα όπου υπηρέτησε αρχικά στην Πεζική Λεγεώνα Ελαφρών Κυνηγετών που είχαν συγκροτήσει οι Ρώσοι και εν συνεχεία στο Σώμα Αλβανητών που σύστησαν οι Γάλλοι κυρίαρχοι των Επτανήσων. Στην Κέρκυρα ο Μάρκος, που ήξερε λίγα γράμματα, ίσως να γνώρισε τον Γάλλο Φρ. Πουκεβίλ και, επειδή μιλούσε και ελληνικά και αλβανικά, να τον συνέδραμε στη σύνταξη ενός στοιχειώδους ελληνοαλβανικού λεξικού. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Άγγλους, ο Κίτσος Μπότσαρης με όλη του την οικογένεια επέστρεψε στην Ήπειρο με πρόσκληση του Αλή πασά που του πρόσφερε το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον ανταγωνιστή αρματολό Γώγο Μπακόλα, ο Μάρκος έγινε αυτός αρχηγός της φάρας των Μποτσαραίων και εγκαταστάθηκε στο βιλαέτι του Πογωνίου. Όταν τον Ιούλιο του 1820, ο Σουλτάνος κήρυξε τον Αλή πασά αποστάτη και έστειλε στρατεύματα εναντίον του, ο Μπότσαρης και άλλοι Σουλιώτες διαπραγματεύτηκαν με τον Αλή να τον στηρίξουν εναντίον του Σουλτάνου, με τον όρο να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν πάλι στον τόπο τους, το Σούλι. Σύμφωνα με τους όρους, οι Σουλιώτες επανεγκαταστάθηκαν στο Σούλι και δημιούργησαν αντιπερισπασμό στα σουλτανικά στρατεύματα που πολιορκούσαν τον Αλή πασά στα Ιωάννινα. Η καθήλωση των σουλτανικών στρατευμάτων στην πολιορκία των Ιωαννίνων ήταν πολύτιμη για την ευόδωση των στόχων της Ελληνικής Επανάστασης. Με την έναρξη της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης μπόρεσε να αναδείξει το ψυχικό του σθένος, την οξυδέρκεια και τις στρατηγικές του ικανότητες. Αντιμετώπισε στην Άρτα την ισχυρή τούρκικη δύναμη που κατευθυνόταν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο. Κοντά στο χωρίο Δερβίζιανα με τη βοήθεια του Λάμπρου Ζάρμπα εξουδετέρωσε το πολυάριθμο σώμα των τουρκικών δυνάμεων. Αυτές οι νίκες καθιέρωσαν τον Σουλιώτη οπλαρχηγό σε ηγετική προσωπικότητα του Αγώνα. Τον Μάιο του 1822 πήγε στην Κόρινθο για να ζητήσει να συμπεριληφθεί η οικογένειά του στην ανταλλαγή ομήρων που διαπραγματευόταν η Κυβέρνηση με τον Χουρσίτ πασά. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του Εκτελεστικού έκανε δεκτή την πρότασή του και το σουλιώτικο στράτευμα εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις, καθώς αποφασίστηκε και η εκστρατεία στην Ήπειρο που είχε προτείνει ο Μπότσαρης. Η επιχείρηση όμως κατέληξε στην καταστροφή του Πέτα (Ιούλιος 1822), που είχε δυσμενείς συνέπειες για την εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1822, ο Μαυροκορδάτος όρισε τον Μπότσαρη στρατηγό Δυτικής Ελλάδας, ένα αξίωμα που ο Σουλιώτης οπλαρχηγός θα απαρνηθεί τον Ιούλιο 1823, σκίζοντας επιδεικτικά το δίπλωμα της στρατηγίας, αγανακτισμένος από την αμφισβήτηση των ρουμελιωτών καπετάνιων. Ο Μπότσαρης αγωνίστηκε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1822), η οποία απέδειξε πόσο ευάλωτη ήταν η πόλη. Για να ενισχυθεί στρατιωτικά, ο Μάρκος θα συντονίσει την προσέλευση των ένοπλων Σουλιωτών στο Μεσολόγγι ώστε να δράσουν ως υπερασπιστές του. Τον Αύγουστο 1823 με 1250 άνδρες ξεκίνησε για το Καρπενήσι όπου βρισκόταν ο πολυάριθμος στρατός του Μουσταφά πασά της Σκόδρας. Ο Μπότσαρης σχεδίασε αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση στο Κεφαλόβρυσο, όμως στη μάχη που έγινε απομονώθηκε από τους υπόλοιπους καπετάνιους και σκοτώθηκε σε ηλικία 33 ετών. Η κηδεία του έγινε στις 10 Αυγούστου 1823 στο Μεσολόγγι. Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη συγκλόνισε τον ελληνισμό και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ενισχύοντας το φιλελληνικό κίνημα. Η ηρωική δράση του Σουλιώτη οπλαρχηγού ενέπνευσε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών και το όνομά του έγινε συνώνυμο της ανδρείας και της θυσίας για την πατρίδα.
ΠΗΓΕΣ
«Μάρκος Μπότσαρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.7, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1991, σ. 40-41.
Βάσω Ψιμούλη, Μάρκος Μπότσαρης, Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, Αθήνα, Τα Νέα, 2010.