Γιος του υπουργού της Βυρτεμβέργης Φιλίππου Κρίστιαν. Σε ηλικία 15 ετών κατετάγη ως δόκιμος στο αυστριακό σύνταγμα. Το Δεκέμβριο του 1799 προήχθη σε αξιωματικό και υπηρέτησε μέχρι την ειρήνη της Lunéville. Το 1803 διορίστηκε ως Υπολοχαγός. Από το 1805 συμμετείχε σε εκστρατείες και τιμήθηκε πολλές φορές για την ανδρεία του. Από την εκστρατεία του 1809 επέστρεψε ως Αντισυνταγματάρχης και το 1810 τοποθετήθηκε διοικητής στο σύνταγμα Leibchevaurleger, του οποίου ηγήθηκε κατά την εκστρατεία στη Ρωσία το 1812. Ως Υποστράτηγος ανέλαβε το 1813 μια Ταξιαρχία Ιππικού οργανωμένη από τον ίδιο. Παρασυρμένος από τους γάλλους στρατηγούς ενεπλάκη στην υπόθεση του Lützow και η ντροπή από τη σπίλωση της στρατιωτικής του τιμής τον επηρέασε βαθιά. Λίγο αργότερα, στη μάχη της Λειψίας προσχωρεί στο στρατόπεδο των Συμμαχικών Δυνάμεων, πιστεύοντας ότι ενεργεί με βάση τις επιθυμίες του βασιλιά Φρειδερίκου, όμως για την πράξη του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και ο Normann για να την αποφύγει κατέφυγε στη Βιέννη. Το 1816 εργάστηκε ως παιδαγωγός στον κόμη της Έσσης Philippstahl. Μετά το θάνατο του βασιλιά Φρειδερίκου, έλαβε διαβατήριο τον Μάρτιο του 1817 για να επιστρέψει στην πατρίδα του – όχι όμως στην πρωτεύουσα του κρατιδίου Στουτγκάρδη. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση πίστεψε ότι ήταν η ευκαιρία του να ξανακερδίσει την στρατιωτική του τιμή. Το 1822 ξεκίνησε με μια μικρή ομάδα Φιλελλήνων για το Μωρέα και σύντομα η ελληνική κυβέρνηση του απέδωσε τον τίτλο του φρουράρχου. Έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου του Μαυροκορδάτου. Στη μάχη της Κομποτής και τη μάχη του Πέτα έδειξε τη τόλμη του, αλλά πλέον ήταν καταπονημένος από τα τραύματα και τις κακουχίες και υπέκυψε από τον πυρετό μετά την έξοδο του Μεσολογγίου.
Πηγές
ΓΑΚ Μεσολογγίου, Φ.751, 1987-2004, Ενημερωτικό υλικό σχετικά με τον Φιλέλληνα στρατηγό «Νόρμαν», 7-9-2001