Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα (1834 ή 1843 - Δεκέμβριος 1892). Σπούδασε γλυπτική μεταξύ 1861-1864 στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, ενώ παράλληλα εργαζόταν στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη, όπου μαθήτευσαν σημαντικοί εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς ελλήνων γλυπτών. Το 1864, με διετή υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο, όπου παρέμεινε έως το 1871. Κατά την εκεί παραμονή του απέσπασε βραβεία και επαίνους για την επιδεξιότητά του από τον διευθυντή της Ακαδημίας W. Kaulbach. Με την επιστροφή του στην Αθήνα άνοιξε εργαστήριο στο σπίτι του, στην οδό Ακαδημίας, απέναντι από τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Μαζί με τον Δημήτριο Φιλιππότη (1834-1919) συγκαταλέγεται στους εισηγητές των ρεαλιστικών τύπων στη νεοελληνική γλυπτική. Πέθανε φθισικός, πρώιμα, σε περίοδο που μόλις είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός και το έργο του αποδεκτό.
Ως χαρακτήρας, ήταν μοναχικός και αυτοκαταστροφικός˙ δημιουργούσε αγάλματα διάφορων θεμάτων σε πηλό, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεφε. Ερωτώμενος γιατί δεν τα μετέφερε σε γύψο, απαντούσε: «Προς τι να δαπανήσω χρήματα˙ μήπως θα μου παραγγείλη τις εις μάρμαρον; Εργάζομαι προς μελέτην». Γνωρίζοντας ότι το έργο του ήταν απορριπτέο από τις καλλιτεχνικές επιτροπές της εποχής, δεν ήθελε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς, και όποτε μετείχε, το έκανε με την προτροπή φίλων. Χαρακτηριστικά είναι τα επικριτικά σχόλια που απέσπασε στον διαγωνισμό προπλάσματος μνημείου για τον λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα, στο πλαίσιο των Δ΄ Ολυμπίων, το 1888.
Ο Βιτσάρης δεν ακολούθησε τα αιτήματα του καθιερωμένου τύπου της γλυπτικής απομνημόνευσης, με αποτέλεσμα να επικριθεί από τους συγχρόνους του για «ιδιάζοντα» τύπο στα έργα του. Με εξαίρεση την περίοδο μαθητείας του στη Σχολή και τον «Εκατόγχειρα»- γύψινο γίγαντα εντειχισμένο σε κτήριο της οδού Ερμού (σήμερα κατεστραμμένο)-, δεν ασχολήθηκε με τα παραστατικά έργα αρχαίων θεών και ηρώων. Φιλοτέχνησε κυρίως επιτύμβια μνημεία και μαρμάρινες προτομές. Στις προτομές του, αποτύπωνε τα φυσικά χαρακτηριστικά των προσώπων. Ενδεικτικά παραδείγματα, οι προτομές των Αντώνιου Παπαδάκη, Στέφανου Κουμανούδη, Γεώργιου Βασιλείου (Εθνική Τράπεζα), Ιωσήφ Μίνδλερ (Βουλή). Στα επιτύμβια και στους γυμνούς αγγέλους, επιδίωξε την «εξύψωση της πραγματικότητας σε αιώνιους τύπους», συνδυάζοντας ιδεαλιστικούς τύπους με φυσιοκρατικά χαρακτηριστικά και ρεαλιστικές εκφάνσεις. Ενδεικτικό έργο για τη ρεαλιστική νοοτροπία του είναι το «Πνεύμα της Θλίψης» (1872) στον οικογενειακό τάφο του Νικόλαου Κούμελη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου, χωρίς τυποποιημένα σύμβολα αλλά με γενικότερη συναισθηματική εκφραστικότητα, αναζητά «να αποδώσει αμεσότερα το νόημα που χαρακτηρίζει το πλαστικό έργο, διεγείροντας και το συναίσθημα του θεατή». Στην «Κοιμωμένη» (1883), στον ίδιο χώρο, το ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια και η απάλυνση των όγκων ακολουθούν το πρότυπο του «ταφικού μνημείου της βασίλισσας Λουίζας» στο Μαυσωλείο του Charlottenburg στο Βερολίνο, ενός από τα περιφημότερα έργα του Christian Daniel Rauch (1777-1857) -γερμανού γλύπτη που, σύμφωνα με τον Στέλιο Λυδάκη, «κατάφερε να εμψυχώσει τον κλασικισμό και να τον απαλλάξει από ξηρούς φορμαλισμούς». Μάλιστα, εξαιτίας των τυπολογικών ομοιοτήτων, ο Λυδάκης δεν αποκλείει την πιθανότητα ο Βιτσάρης να είναι ο δημιουργός και του «κοιμώμενου» Υψηλάντη στο Πεδίον του Άρεως. Άλλα επιτύμβια έργα του, ενδεικτικά, είναι της Σοφίας Χέλμη (1881), του Ιωάννη Βούρου (1886) και της οικογένειας Σούγδουρη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, της οικογένειας Ευστρατιάδη στο Νεκροταφείο Χαλκίδας και της οικογένειας Στουπάθη στο Νεκροταφείο Ζακύνθου.
Γενικότερα, το σύνολο του έργου του ανταποκρίνεται στο αίτημα της εποχής για απαλλαγή από τον κλασικιστικό φορμαλισμό και στροφή στη φυσικότητα και την αλήθεια της πραγματικότητας, με έξοχο τρόπο επεξεργασίας των λεπτομερειών, συνθετική φαντασία, αρμονία και εκφραστική δύναμη. Αντιπροσωπευτική της αντίληψης και της θέσης του Βιτσάρη απέναντι στον κλασικισμό είναι η μεταγενέστερη αναφορά του Θωμά Θωμόπουλου στα «Παναθηναϊκά» (έτος ΙΑ΄, 28/2/1911, σ. 276): «Ο Βιτσάρης, με την έντονον ιδιοφυΐαν του, προείδε τον κίνδυνον ενωρίς και αντέδρασε με όλην την δύναμίν του κατά του κακού που εγίνετο εις την Ελληνικήν γλυπτικήν, αλλά ο Βιτσάρης αν και έσβησε σαν μία λαμπάδα μέσα εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιρα των ψευδοκλασικιστών, η εργασία του θα παραμείνη ως η ευγλωττοτέρα αντίδρασις κατά της μανίας εκείνων, οι οποίοι, ενώ ήσαν ολιγώτερον Έλληνες, εθορύβουν με τον πλέον κωμικότερον τρόπον, περί της ευγενούς δήθεν καταγωγής των εκ των Ελλήνων της καλής εποχής».
ΠΗΓΕΣ
- Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία, Μέλισσα, Αθήνα, 2011, σ. 23, 44, 102, 105, 109-110, 132, 255, 258.
- Μηλιαράκης Α., «Ιωάννης Βιτσάρης. Γλύπτης», περ. Εστία (Ιανουάριος-Ιούνιος 1893) 211-214.
- Μυκονιάτης Ηλίας, Ελληνική Τέχνη. Νεοελληνική Γλυπτική, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 188.
- Περ. Φραγκέλιο, αρ. 12, 5/3/1927, σ. 4-5.
- Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800 - 1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 201-202.