Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899 και πέθανε στην Αθήνα το 1972. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές γλυπτικής στη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας, την οποία όμως εγκατέλειψε δύο μήνες αργότερα, για να επιστρέψει στο Παρίσι, όπου νωρίτερα, τον ίδιο χρόνο, είχε αρχίσει να φοιτά στην Académie Julian, με δασκάλους τους Landowsky και Bouchard. Δύο χρόνια μετά, η γνωριμία του με τον Antoine Bourdelle τον οδήγησε στην Académie de la Grande Chaumière, όπου σπούδασε τέσσερα χρόνια, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο, καθώς εγκατέλειψε τη σχολή το 1925. Στο διάστημα της εικοσάχρονης παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα αναδείχτηκε ως επιτυχημένος γλύπτης, με παραγγελίες από τη Γαλλία και την Ελλάδα, και τακτικές συμμετοχές στα παρισινά σαλόν (Salon d’Automne, Salon des Tuilleries, Salon des Indépendants) και εκθέσεις των έργων του στο εργαστήριό του. Το 1940 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, λόγω της κήρυξης του πολέμου, και το 1952 επέστρεψε στο Παρίσι. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1957. Από το 1959 δίδαξε στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1961 εξελέγη τακτικός καθηγητής του Β΄ Εργαστηρίου γλυπτικής της Α.Σ.Κ.Τ., όπου δίδαξε έως το 1969. Τιμήθηκε από το γαλλικό κράτος με τον τίτλο του Chevalier de la Légion d’ Honneur (1939) και με το παράσημο Palmes Académiques (1947), ενώ το 1967 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος του Institut de France. Στην Ελλάδα, τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα το 1960.
Οπαδός της παραστατικής ανθρωποκεντρικής γλυπτικής, διαμόρφωσε το προσωπικό ύφος του κατά τη μαθητεία του δίπλα στον Antoine Bourdelle, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία, όπως και με τους Charles Despiau και Aristide Maillol, πιστούς στον ανθρωποκεντρισμό. Οι καθαροί πλαστικοί όγκοι, η σαφήνεια των περιγραμμάτων, η στέρεη δομή αλλά και το γενικότερο πνεύμα αρχαϊκής γλυπτικής, είναι στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση του Bourdelle και του έργου του Rodin, η οποία είναι περισσότερο έντονη κατά την παρισινή περίοδο του γλύπτη. Στα μετέπειτα έργα του επικρατούν τα γενικευτικά στοιχεία και ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά. Στα ώριμα έργα του συμπυκνώνει τη φόρμα δίνοντας έμφαση στη σχέση του γλυπτικού όγκου με τον χώρο.
Βασικό θέμα του υπήρξε η ανθρώπινη μορφή, ολόσωμη, αποσπασματική ή σε προτομή. Ασχολήθηκε, επίσης, με τα ανάγλυφα και συνθέσεις εμπνευσμένες από την καθημερινή ζωή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έστρεψε το ενδιαφέρον του και στη ζωοπλαστική. Η προσπάθεια να περιοριστεί στο ουσιώδες, η αφαίρεση των λεπτομερειών, η λιτότητα, η σαφήνεια, η ρεαλιστική διάθεση και η τεκτονική δομή είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Σύμφωνα με την Αντωνία Γιαννουδάκη, ο Απάρτης, «εκκινώντας από τις καθαρές μορφές της αρχαϊκής γλυπτικής, βασίζεται σε ένα απλοποιημένο ρεαλισμό με μικρότερο ή μεγαλύτερο περιορισμό των λεπτομερειών και έμφαση στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της μορφής πάντα όμως με άξονα την ψυχογραφική προσέγγιση».
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται το Φθινοπωρινό Σαλόν και το Σαλόν των Ανεξαρτήτων στο Παρίσι, Πανελλήνιες, καθώς και οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1950 και της Αλεξάνδρειας το 1961. Το 1962 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο Από την Ανατολή στη Δύση. Το 1984 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Λίγο πριν από τον θάνατό του πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του (1971, Ώρα), η δεύτερη το 1977 στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με έκδοση αναμνηστικού λευκώματος, και η τρίτη το 1984 στην Εθνική Πινακοθήκη. Έργα του, κυρίως, οι προτομές προσωπικοτήτων που φιλοτέχνησε, κοσμούν σήμερα πολλούς δημόσιους χώρους ελληνικών πόλεων.
ΠΗΓΕΣ
Γιαννουδάκη Αντωνία, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. Ίδρυμα Ευρυπίδη Κουτλίδη. Η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006, διδ. διατριβή, Τμ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 323, 329, 431-434.
Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες Γλύπτες, τ.5: Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία-τυπολογία-λεξικό γλυπτών, Αθήνα, Μέλισσα, 1981, σ. 254, 373-374.
Μυκονιάτης Ηλίας, Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική Γλυπτική, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1996. Σ. 22, 23, 197, 198, 199, 203.
Χρήστου Χρύσανθος, Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μυρτώ, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1982, σ. 107-110, 240.
«Απάρτης Θανάσης (Σμύρνη, 1899-Αθήνα, 1972)», ιστ. Εθνικής Πινακοθήκης (Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου), προσβάσιμο στο http://www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/apartis-thanasis.html (ανάκτηση: 23/2/2019)
«Απάρτης Θανάσης (1899 - 1972)», ψηφιακή πλατφόρμα Ινστιτούτου σύγχρονης ελληνικής τέχνης (contemporary greek art institute), προσβάσιμο στο http://dp.iset.gr/artist/view.html?id=383 (ανάκτηση: 23/2/2019)